λυσίζωνος: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
(3)
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lysizonos
|Transliteration C=lysizonos
|Beta Code=lusi/zwnos
|Beta Code=lusi/zwnos
|Definition=ον, of a soldier, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">unequipped, ungirded, unarmed</b>, <span class="bibl">Polyaen.8.24.3</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">loosing the zone</b>, i.e. ceasing to be a maid, Hsch., Suid.: hence as epith. of Eileithyia and Artemis, who <b class="b2">assisted women in travail</b>, <span class="bibl">Theoc.17.60</span>, <span class="bibl">Corn.<span class="title">ND</span>34</span>, <span class="bibl">Orph.<span class="title">H.</span>2.7</span>, <span class="bibl">36.5</span>, etc.</span>
|Definition=λυσίζωνον, of a soldier,<br><span class="bld">A</span> [[unequipped]], [[ungirded]], [[unarmed]], Polyaen.8.24.3.<br><span class="bld">II</span> [[loosing the zone]], i.e. ceasing to be a maid, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], Suid.: hence as [[epithet]] of Eileithyia and Artemis, who [[assisted women in travail]], Theoc.17.60, Corn.''ND''34, Orph.''H.''2.7, 36.5, etc.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui assiste les femmes en couche (Artémis <i>ou</i> Eileithyia).<br />'''Étymologie:''' [[λύω]], [[ζώνη]].
}}
{{pape
|ptext=[ῡ], <i>den [[Gürtel]] [[lösend]]</i>, bes. von der [[Braut]], <i>den jungfräulichen [[Gürtel]] [[ablegend]]</i>. – [[Ἄρτεμις]] heißt [[λυσίζωνος]], auch λυσιζώνη, weil sie den Gebärenden beisteht, <i>Schol. Ap.Rh</i>. 1.288, wie [[Εἰλείθυια]], Theocr. 17.60. – Polyaen. 8.24.3 nennt <i>[[Soldaten]], [[welche]] die [[Rüstung]] [[abgelegt]] haben</i>, so, <i>[[discincti]]</i>.
}}
{{elru
|elrutext='''λῡσίζωνος:''' развязывающая пояс, т. е. разрешающая от бремени ([[Εἰλείθυια]] Theocr.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λῡσίζωνος''': -ον, ἐπὶ στρατιώτου, ὁ καταθεὶς τὴν πανοπλίαν, [[ἄνευ]] ζώνης, [[ἄοπλος]], Λατ. discintus, Σεβαστὸς τοὺς ἐπὶ στρατοπέδου διαμαρτόντας ἐκέλευε πρὸ τοῦ στρατηγείου λυσιζώνους ἑστάναι Πολύαιν. 8. 24, 3. ΙΙ. ἡ λύσασα τὴν ζώνην, «[[γυνή]], ἥτις ἐνυμφεύθη» Ἡσύχ., «ἡ ἀνδρὶ πλησιάσασα» Σουΐδ.· - [[ἐντεῦθεν]] ὡς ἐπίθ. τῆς Ἀρτέμιδος εἰς ἣν αἱ παρθένοι αἱ μέλλουσαι νὰ ἔλθωσιν εἰς μῖξιν μετ’ ἀνδρὸς ἀνετίθεσαν τὰς παρθενικὰς αὑτῶν ζώνας, καὶ τῆς Εἰλειθυίας, ἥτις ἐβοήθει τὰς ὠδινούσας γυναῖκας, Σουΐδ., Θεόκρ. 17. 60, Ὀρφ. Ὕμν. 1. 7, κτλ.
|lstext='''λῡσίζωνος''': -ον, ἐπὶ στρατιώτου, ὁ καταθεὶς τὴν πανοπλίαν, [[ἄνευ]] ζώνης, [[ἄοπλος]], Λατ. discintus, Σεβαστὸς τοὺς ἐπὶ στρατοπέδου διαμαρτόντας ἐκέλευε πρὸ τοῦ στρατηγείου λυσιζώνους ἑστάναι Πολύαιν. 8. 24, 3. ΙΙ. ἡ λύσασα τὴν ζώνην, «[[γυνή]], ἥτις ἐνυμφεύθη» Ἡσύχ., «ἡ ἀνδρὶ πλησιάσασα» Σουΐδ.· - [[ἐντεῦθεν]] ὡς ἐπίθ. τῆς Ἀρτέμιδος εἰς ἣν αἱ παρθένοι αἱ μέλλουσαι νὰ ἔλθωσιν εἰς μῖξιν μετ’ ἀνδρὸς ἀνετίθεσαν τὰς παρθενικὰς αὑτῶν ζώνας, καὶ τῆς Εἰλειθυίας, ἥτις ἐβοήθει τὰς ὠδινούσας γυναῖκας, Σουΐδ., Θεόκρ. 17. 60, Ὀρφ. Ὕμν. 1. 7, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui assiste les femmes en couche (Artémis <i>ou</i> Eileithyia).<br />'''Étymologie:''' [[λύω]], [[ζώνη]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 28:
|lsmtext='''λῡσίζωνος:''' [ῐ], -ον ([[ζώνη]]), αυτός που χαλαρώνει, που λύνει την [[ζώνη]], [[άοπλος]], επίθ. της Ειλειθυίας, η οποία βοηθούσε τις γυναίκες που βρίσκονταν υπό τους πόνους του τοκετού, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''λῡσίζωνος:''' [ῐ], -ον ([[ζώνη]]), αυτός που χαλαρώνει, που λύνει την [[ζώνη]], [[άοπλος]], επίθ. της Ειλειθυίας, η οποία βοηθούσε τις γυναίκες που βρίσκονταν υπό τους πόνους του τοκετού, σε Θεόκρ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''λῡσίζωνος:''' развязывающая пояс, т. е. разрешающая от бремени ([[Εἰλείθυια]] Theocr.).
|mdlsjtxt=λῡσί-ζωνος, ον [[ζώνη]]<br />loosing the [[zone]], [[epithet]] of [[Eileithyia]], who assisted women in [[travail]], Theocr.
}}
}}