πρηγορεών: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prigoreon
|Transliteration C=prigoreon
|Beta Code=prhgorew/n
|Beta Code=prhgorew/n
|Definition=ῶνος, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[crop]] of birds, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>374</span> (metaph. of Cleon), <span class="bibl"><span class="title">Av.</span>1113</span> (<b class="b3">πρηγορῶνα, -ῶνας</b> cj. Bentley); from <b class="b3">πρό, ἀγείρω</b>, because birds [[collect]] their food there [[before]] it passes into the second stomach, Hsch., <span class="bibl">Poll.2.204</span>, <span class="bibl"><span class="title">EM</span>688.33</span>, Suid., Apollonius ap.Zonar.: written προηγορεών, <span class="title">EM</span>l.c., cf. Suid.</span>
|Definition=ῶνος, ὁ, [[crop]] of birds, [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''374 (metaph. of Cleon), ''Av.''1113 (<b class="b3">πρηγορῶνα, -ῶνας</b> cj. Bentley); from [[πρό]], [[ἀγείρω]], because birds [[collect]] their food there [[before]] it passes into the second stomach, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], Poll.2.204, ''EM''688.33, Suid., Apollonius ap.Zonar.: written προηγορεών, ''EM''l.c., cf. Suid.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ῶνος (ὁ) :<br />jabot des oiseaux.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἀγείρω]].
|btext=ῶνος (ὁ) :<br />[[jabot des oiseaux]].<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἀγείρω]].
}}
{{elnl
|elnltext=πρηγορεών -ῶνος, ὁ [πρό, ~ ἀγείρω] krop (van vogels).
}}
{{elru
|elrutext='''πρηγορεών:''' стяж. [[πρηγορών]], ῶνος ὁ [[зоб]] (у птиц) Arph.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και πρηγορών και [[προηγορεών]], -ῶνος, β, Α<br /><b>1.</b> [[είδος]] εξογκώματος στον λαιμό τών πτηνών, [[πρόλοβος]], [[γκούσα]]<br /><b>2.</b> (στον <b>Αριστοφ.</b>) [[σκωπτικός]] [[χαρακτηρισμός]] του Κλέωνος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[πρηγορεών]] (<span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>-<i>ηγορεών</i>, με [[έκθλιψη]] του -<i>ο</i>- ή [[κράση]] τών -<i>οη</i>-, <b>πρβλ.</b> <i>προ</i>-<i>ηρόσιος</i> > [[πρηρόσιος]]) [[είναι]] σύνθ. από την [[πρόθεση]] <i>πρό</i> και τη λ. [[ἀγορά]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγείρω]] «[[συγκεντρώνω]]», με -<i>η</i>- λόγω εκτάσεως εν συνθέσει) και εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>εών</i> / -<i>ών</i>, που απαντά σε λ. οι οποίες δηλώνουν [[κυρίως]] [[τόπο]], [[αλλά]] μερικές φορές και [[μέλη]] του σώματος (<b>πρβλ.</b> <i>βουβ</i>-<i>ών</i>, <i>μυ</i>-<i>ών</i>, <i>ποδ</i>-<i>εών</i>). Το [[εξόγκωμα]] αυτό στον λαιμό τών πτηνών ονομάστηκε [[έτσι]] λόγω του ότι [[εκεί]] συγκεντρώνεται η [[τροφή]] [[πριν]] από την είσοδό της στο [[στομάχι]]].
|mltxt=και πρηγορών και [[προηγορεών]], -ῶνος, β, Α<br /><b>1.</b> [[είδος]] εξογκώματος στον λαιμό τών πτηνών, [[πρόλοβος]], [[γκούσα]]<br /><b>2.</b> (στον <b>Αριστοφ.</b>) [[σκωπτικός]] [[χαρακτηρισμός]] του Κλέωνος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[πρηγορεών]] (<span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>-<i>ηγορεών</i>, με [[έκθλιψη]] του -<i>ο</i>- ή [[κράση]] τών -<i>οη</i>-, <b>πρβλ.</b> <i>προ</i>-<i>ηρόσιος</i> > [[πρηρόσιος]]) [[είναι]] σύνθ. από την [[πρόθεση]] <i>πρό</i> και τη λ. [[ἀγορά]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγείρω]] «[[συγκεντρώνω]]», με -<i>η</i>- λόγω εκτάσεως εν συνθέσει) και εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>εών</i> / -<i>ών</i>, που απαντά σε λ. οι οποίες δηλώνουν [[κυρίως]] [[τόπο]], [[αλλά]] μερικές φορές και [[μέλη]] του σώματος ([[πρβλ]]. [[βουβών]], [[μυών]], [[ποδεών]]). Το [[εξόγκωμα]] αυτό στον λαιμό τών πτηνών ονομάστηκε [[έτσι]] λόγω του ότι [[εκεί]] συγκεντρώνεται η [[τροφή]] [[πριν]] από την είσοδό της στο [[στομάχι]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πρηγορεών:''' ή [[πρηγορών]], -ῶνος, ὁ, ο [[πρόλοβος]] των πτηνών, σε Αριστοφ. (από τα <i>πρὸ</i>και [[ἀγείρω]], [[επειδή]] τα πτηνά συγκεντρώνουν [[εκεί]] την [[τροφή]] τους [[πριν]] αυτή περάσει στο δεύτερο [[στομάχι]]).
|lsmtext='''πρηγορεών:''' ή [[πρηγορών]], -ῶνος, ὁ, ο [[πρόλοβος]] των πτηνών, σε Αριστοφ. (από τα <i>πρὸ</i>και [[ἀγείρω]], [[επειδή]] τα πτηνά συγκεντρώνουν [[εκεί]] την [[τροφή]] τους [[πριν]] αυτή περάσει στο δεύτερο [[στομάχι]]).
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=πρηγορεών -ῶνος, ὁ [πρό, ~ ἀγείρω] krop (van vogels).
|lstext='''πρηγορεὼν''': ἢ πρηγορών, ῶνος, ὁ «τῶν ὀρνέων ὁ [[πρόλοβος]]» (Ἡσύχ.), Ἀριστοφ. Ἱππ. 374 (μεταφ. ἐπὶ τοῦ Κλέωνος), Ὄρν. 1113, [[ἔνθα]] τοὺς τύπους πρηγορῶνα, ῶνας, ἀποκατέστησεν Bentl. [[χάριν]] τοῦ μέτρου. (Ἐκ τοῦ πρό, [[ἀγείρω]], [[διότι]] ἐν αὐτῷ προαγείρεται, δηλ. προαθροίζεται ἡ τροφὴ τῶν ὀρνέων πρὶν ἢ αὕτη κατέλθῃ εἰς τὸν δεύτερον στόμαχον πρὸς πέψιν, Πολυδ. Βϳ, 204, Ἐτυμολ. Μεγ. 688. 33, Σουΐδ. Ζωναρ.· ― ὁ [[τύπος]] προηγορεὼν ἐν Μεγ. Ἐτυμολ. καὶ Σουΐδ., φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] [[πλημμελής]]).
}}
{{elru
|elrutext='''πρηγορεών:''' стяж. [[πρηγορών]], ῶνος зоб (у птиц) Arph.
}}
}}
{{etym
{{etym
Line 35: Line 38:
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''πρηγορεών''': -ῶνος<br />{prēgoreṓn}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': [[Kropf der Vögel]] (Ar., H., Poll.).<br />'''Etymology''' : Eig. "Ort (Körperteil) des Vorversammelns (des Fraßes)", "[[ἔνθα]] προαθροίζεται ἡ [[τροφή]]" (Poll.); Bildung auf -εών wie [[ἀνθερεών]], [[κενεών]] und andere Standort- und Körperteilbenennungen (Chantraine Form. 164 f., Schwyzer 488) von *[[προάγορος]] (zum Komp.vokal Schwyzer 398 u. 402) oder direkt von προαγείρειν.<br />'''Page''' 2,593
|ftr='''πρηγορεών''': -ῶνος<br />{prēgoreṓn}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': [[Kropf der Vögel]] (Ar., H., Poll.).<br />'''Etymology''': Eig. "Ort (Körperteil) des Vorversammelns (des Fraßes)", "[[ἔνθα]] προαθροίζεται ἡ [[τροφή]]" (Poll.); Bildung auf -εών wie [[ἀνθερεών]], [[κενεών]] und andere Standort- und Körperteilbenennungen (Chantraine Form. 164 f., Schwyzer 488) von *[[προάγορος]] (zum Komp.vokal Schwyzer 398 u. 402) oder direkt von προαγείρειν.<br />'''Page''' 2,593
}}
}}