ὑπότροπος: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypotropos
|Transliteration C=ypotropos
|Beta Code=u(po/tropos
|Beta Code=u(po/tropos
|Definition=ον, (ὑποτρέπομαι) <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[turning back]], [[returning]], ὑπότροπον ἐκ πολέμοιο ἵξεσθαι <span class="bibl">Il.6.501</span>; ὑ. ἵκετο δῶμα <span class="bibl">Od.20.332</span>; ὑ. ἵξομαι αὖτις <span class="bibl">Il.6.367</span>; οὐκ ἔθ' ὑπότροποι αὖθις ἔσεσθε <span class="bibl"><span class="title">h.Ap.</span>476</span>; ὑ. οἴκαδ' ἱκέσθαι <span class="bibl">Od.21.211</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[rallying]] from the effect of a blow, <span class="bibl">Theoc.25.263</span>.</span>
|Definition=ὑπότροπον, ([[ὑποτρέπομαι]])<br><span class="bld">A</span> [[turning back]], [[returning]], ὑπότροπον ἐκ πολέμοιο ἵξεσθαι Il.6.501; ὑ. ἵκετο δῶμα Od.20.332; ὑ. ἵξομαι αὖτις Il.6.367; οὐκ ἔθ' ὑπότροποι αὖθις ἔσεσθε ''h.Ap.''476; ὑ. οἴκαδ' ἱκέσθαι Od.21.211.<br><span class="bld">2</span> [[rallying]] from the effect of a blow, Theoc.25.263.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1237.png Seite 1237]] zurückkehrend, heimkehrend, zurückgekommen; Il. 6, 501 Od. 20, 332; [[ὑπότροπος]] [[αὖτις]] Il. 6, 367; H. h. Apoll. 476; [[ὑπότροπος]] [[οἴκαδε]] Od. 21, 211. 22, 35; sp. D.; – immer wiederkommend, wie [[ὑποτροπικός]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1237.png Seite 1237]] zurückkehrend, heimkehrend, zurückgekommen; Il. 6, 501 Od. 20, 332; [[ὑπότροπος]] [[αὖτις]] Il. 6, 367; H. h. Apoll. 476; [[ὑπότροπος]] [[οἴκαδε]] Od. 21, 211. 22, 35; sp. D.; – immer wiederkommend, wie [[ὑποτροπικός]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[qui revient]], [[qui est de retour]].<br />'''Étymologie:''' ὑποτρέπω.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπότροπος:'''<br /><b class="num">1</b> [[возвращающийся]] или [[вернувшийся]]: ὑπότροπον ἵξεσθαι и [[ἱκέσθαι]] Hom. вернуться;<br /><b class="num">2</b> [[пришедший в себя]]: πρὶν ὑπότροπον ἀμπνευθῆναι ([[varia lectio|v.l.]] ἀμπνυνθῆναι) Theocr. прежде, чем он, придя в себя, станет дышать.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπότροπος''': -ον, (ὑποτρέπω) ὁ ὑποστρέφων, ἐπανερχόμενος, ὁ «ἐξ ὑποστροφῆς» (Ἡσύχ.), ὑπότροπον ἐκ πολέμοιο ἵξεσθαι Ἰλ. Ζ. 501· ὑπ. ἵκετο [[δῶμα]] Ὀδ. Υ. 332· ὑπ. ἵξομαι [[αὖτις]] Ἰλ. Ζ. 367· οὐκέθ’ ὑπότροποι [[αὖθις]] ἔσεσθε Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 476· ὑπ. [[οἴκαδε]] ἱκέσθαι Ὀδ. Φ. 211· ὑπ. [[ἦμαρ]], ἡ [[ἡμέρα]] τῆς ἐπιστροφῆς, τῆς ἐπανόδου, ὑπότροπον [[ἦμαρ]] ὀλέσσει Χριστοδ. Ἔκφρ. 262· πρβλ. [[ὑπότροφος]]. 2) ὁ συνερχόμενος εἰς ἑαυτόν, ἀναλαμβάνων ἐκ τῶν ἀποτελεσμάτων κτυπήματος, Θεόκρ. 25. 263. ― Κατ’ Εὐστ. (1894, 10): «[[ὑπότροπος]]... ὁ [[οἴκαδε]] ὑποστραφείς· ἐξ [[αὐτοῦ]] δὲ καὶ ὑπότροπα νοσήματα τὰ φιλυπόστροφα», δηλ. τὰ ὑποτροπιάζοντα.
|lstext='''ὑπότροπος''': -ον, (ὑποτρέπω) ὁ ὑποστρέφων, ἐπανερχόμενος, ὁ «ἐξ ὑποστροφῆς» (Ἡσύχ.), ὑπότροπον ἐκ πολέμοιο ἵξεσθαι Ἰλ. Ζ. 501· ὑπ. ἵκετο [[δῶμα]] Ὀδ. Υ. 332· ὑπ. ἵξομαι [[αὖτις]] Ἰλ. Ζ. 367· οὐκέθ’ ὑπότροποι [[αὖθις]] ἔσεσθε Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 476· ὑπ. [[οἴκαδε]] ἱκέσθαι Ὀδ. Φ. 211· ὑπ. [[ἦμαρ]], ἡ [[ἡμέρα]] τῆς ἐπιστροφῆς, τῆς ἐπανόδου, ὑπότροπον [[ἦμαρ]] ὀλέσσει Χριστοδ. Ἔκφρ. 262· πρβλ. [[ὑπότροφος]]. 2) ὁ συνερχόμενος εἰς ἑαυτόν, ἀναλαμβάνων ἐκ τῶν ἀποτελεσμάτων κτυπήματος, Θεόκρ. 25. 263. ― Κατ’ Εὐστ. (1894, 10): «[[ὑπότροπος]]... ὁ [[οἴκαδε]] ὑποστραφείς· ἐξ [[αὐτοῦ]] δὲ καὶ ὑπότροπα νοσήματα τὰ φιλυπόστροφα», δηλ. τὰ ὑποτροπιάζοντα.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui revient, qui est de retour.<br />'''Étymologie:''' ὑποτρέπω.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπότροπος:''' -ον (ὑποτρέπω),<br /><b class="num">1.</b> επανερχόμενος, αυτός που επιστρέφει, επανακάμπτει, σε Όμηρ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που συνέρχεται από το [[πλήγμα]] ενός κτυπήματος, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''ὑπότροπος:''' -ον (ὑποτρέπω),<br /><b class="num">1.</b> επανερχόμενος, αυτός που επιστρέφει, επανακάμπτει, σε Όμηρ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που συνέρχεται από το [[πλήγμα]] ενός κτυπήματος, σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπότροπος:'''<br /><b class="num">1)</b> возвращающийся или вернувшийся: ὑπότροπον ἵξεσθαι и [[ἱκέσθαι]] Hom. вернуться;<br /><b class="num">2)</b> пришедший в себя: πρὶν ὑπότροπον ἀμπνευθῆναι (v. l. ἀμπνυνθῆναι) Theocr. прежде, чем он, придя в себя, станет дышать.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὑπότροπος]], ον, [ὑποτρέπω]<br /><b class="num">1.</b> [[returning]], Hom., Eur.<br /><b class="num">2.</b> rallying from the [[effect]] of a [[blow]], Theocr.
|mdlsjtxt=[[ὑπότροπος]], ον, [ὑποτρέπω]<br /><b class="num">1.</b> [[returning]], Hom., Eur.<br /><b class="num">2.</b> rallying from the [[effect]] of a [[blow]], Theocr.
}}
}}