ὑπότροπος

From LSJ

Βιοῦν ἀλύπως θνητὸν ὄντ' οὐ ῥᾴδιον → Mortalis ullus vix sit exsors tristium → Schwer ist's für Sterbliche zu leben ohne Leid

Menander, Monostichoi, 58
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπότροπος Medium diacritics: ὑπότροπος Low diacritics: υπότροπος Capitals: ΥΠΟΤΡΟΠΟΣ
Transliteration A: hypótropos Transliteration B: hypotropos Transliteration C: ypotropos Beta Code: u(po/tropos

English (LSJ)

ὑπότροπον, (ὑποτρέπομαι)
A turning back, returning, ὑπότροπον ἐκ πολέμοιο ἵξεσθαι Il.6.501; ὑ. ἵκετο δῶμα Od.20.332; ὑ. ἵξομαι αὖτις Il.6.367; οὐκ ἔθ' ὑπότροποι αὖθις ἔσεσθε h.Ap.476; ὑ. οἴκαδ' ἱκέσθαι Od.21.211.
2 rallying from the effect of a blow, Theoc.25.263.

German (Pape)

[Seite 1237] zurückkehrend, heimkehrend, zurückgekommen; Il. 6, 501 Od. 20, 332; ὑπότροπος αὖτις Il. 6, 367; H. h. Apoll. 476; ὑπότροπος οἴκαδε Od. 21, 211. 22, 35; sp. D.; – immer wiederkommend, wie ὑποτροπικός.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui revient, qui est de retour.
Étymologie: ὑποτρέπω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπότροπος:
1 возвращающийся или вернувшийся: ὑπότροπον ἵξεσθαι и ἱκέσθαι Hom. вернуться;
2 пришедший в себя: πρὶν ὑπότροπον ἀμπνευθῆναι (v.l. ἀμπνυνθῆναι) Theocr. прежде, чем он, придя в себя, станет дышать.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπότροπος: -ον, (ὑποτρέπω) ὁ ὑποστρέφων, ἐπανερχόμενος, ὁ «ἐξ ὑποστροφῆς» (Ἡσύχ.), ὑπότροπον ἐκ πολέμοιο ἵξεσθαι Ἰλ. Ζ. 501· ὑπ. ἵκετο δῶμα Ὀδ. Υ. 332· ὑπ. ἵξομαι αὖτις Ἰλ. Ζ. 367· οὐκέθ’ ὑπότροποι αὖθις ἔσεσθε Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 476· ὑπ. οἴκαδε ἱκέσθαι Ὀδ. Φ. 211· ὑπ. ἦμαρ, ἡ ἡμέρα τῆς ἐπιστροφῆς, τῆς ἐπανόδου, ὑπότροπον ἦμαρ ὀλέσσει Χριστοδ. Ἔκφρ. 262· πρβλ. ὑπότροφος. 2) ὁ συνερχόμενος εἰς ἑαυτόν, ἀναλαμβάνων ἐκ τῶν ἀποτελεσμάτων κτυπήματος, Θεόκρ. 25. 263. ― Κατ’ Εὐστ. (1894, 10): «ὑπότροπος... ὁ οἴκαδε ὑποστραφείς· ἐξ αὐτοῦ δὲ καὶ ὑπότροπα νοσήματα τὰ φιλυπόστροφα», δηλ. τὰ ὑποτροπιάζοντα.

English (Autenrieth)

(τρἐπω): returning, back again.

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑπότροπος, -ον, ΝΜΑ ὑποτρέπομαι
(για νόσο) αυτός που υποτροπιάζει, που επανεμφανίζεται μετά από κάποια διακοπή
νεοελλ.
1. (ποιν. δίκ.) (για εγκληματία) εκείνος ο οποίος, ενώ έχει καταδικαστεί αμετάκλητα για κακούργημα ή πλημμέλημα εκ δόλου, διαπράττει μέσα σε ορισμένο χρονικό διάστημα νέο έγκλημα της ίδιας βαρύτητας, πάλι με δόλο
2. εκείνος που κάνει για δεύτερη φορά το ίδιο παράπτωμα
αρχ.
1. αυτός που ξαναγυρίζει, που επιστρέφει («ὑπότροπον ἐκ πολέμοιο ἵξεσθαι», Ομ. Ιλ.)
2. αυτός που συνέρχεται, που ξαναβρίσκει τις αισθήσεις του μετά από χτύπημα («πρὶν αὖτις ὑπότροπον ἀμπνυνθῆναι», Θεόκρ.)
3. φρ. «ὑπότροπον ἦμαρ» — η μέρα του γυρισμού.

Greek Monotonic

ὑπότροπος: -ον (ὑποτρέπω),
1. επανερχόμενος, αυτός που επιστρέφει, επανακάμπτει, σε Όμηρ., Ευρ.
2. αυτός που συνέρχεται από το πλήγμα ενός κτυπήματος, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

ὑπότροπος, ον, [ὑποτρέπω]
1. returning, Hom., Eur.
2. rallying from the effect of a blow, Theocr.