νευρικός: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nevrikos
|Transliteration C=nevrikos
|Beta Code=neuriko/s
|Beta Code=neuriko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[suffering from contraction of the tendons]], ν. καὶ ἀρθριτικοί Antyll. ap.<span class="bibl">Orib.9.11.2</span>, cf. Gal.8.420. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> of the disease itself, ν. διάθεσις <span class="title">OGI</span>331.11 (Pergam., ii B.C.). </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> Adv. -κῶς [[like a tendon]], <span class="bibl">Ruf. <span class="title">Syn.Puls.</span>7</span>.</span>
|Definition=νευρική, νευρικόν,<br><span class="bld">A</span> [[suffering from contraction of the tendons]], ν. καὶ ἀρθριτικοί Antyll. ap.Orib.9.11.2, cf. Gal.8.420.<br><span class="bld">2</span> of the disease itself, ν. διάθεσις ''OGI''331.11 (Pergam., ii B.C.).<br><span class="bld">3</span> Adv. [[νευρικῶς]] = [[like a tendon]], Ruf. ''Syn.Puls.''7.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό, θηλ. και -ιά (ΑΜ [[νευρικός]], -ή, -όν) [[νεύρον]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα [[νεύρα]] ή αυτός που προκαλείται από τα [[νεύρα]] (α. «νευρικό [[σύστημα]]» β. «[[νευρικός]] [[κλονισμός]]»)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα νευρικά</i><br />οι παθήσεις τών νεύρων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (ως επίθ. και ως ουσ.) (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει ευερέθιστα [[νεύρα]] [[οξύθυμος]], [[ευέξαπτος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «νευρική [[απόληξη]]»<br /><b>βιολ.</b> [[αισθητήριος]] [[δέκτης]] που αποτελεί [[κατάληξη]] τών περιφερειακών νευρικών ινών και βρίσκεται στο [[δέρμα]] ή στους υποδόριους ιστούς<br />β) «νευρική [[αύλακα]]»<br /><b>βιολ.</b> [[επιμήκης]] [[εγκόλπωση]] της νευρικής πλάκας τών σπονδυλοζώων<br />γ) «νευρική ίνα»<br /><b>βιολ.</b> [[μεγάλη]] [[επιμήκης]] αποφυάδα του νευρώνα<br />δ) «νευρική [[κοιλότητα]]»<br /><b>βιολ.</b> [[κοιλότητα]] που αποτελεί το κεντρικό νευρικό [[σύστημα]] και, στα σπονδυλόζωα, τα σπονδυλικά τόξα και το [[κρανίο]]<br />ε) «νευρική [[κρηπίδα]]» — [[ομάδα]] εμβρυϊκών κυττάρων νευροδερμικής προέλευσης τα οποία αποχωρίζονται [[κατά]] τον σχηματισμό του νευρικού [[σωλήνα]] και παύουν να αποτελούν [[μέρος]] του κεντρικού νευρικού συστήματος, αλλ. νευρική [[ακρολοφία]]<br />στ) «νευρική [[πλάκα]]»<br /><b>βιολ.</b> ραχιαία [[πάχυνση]] του εξωδέρματος στο πρώιμο [[έμβρυο]] τών σπονδυλοζώων, από το οποίο τελικά αναπτύσσεται το κεντρικό νευρικό [[σύστημα]]<br />ζ) «νευρική [[πτυχή]]» — [[στάδιο]] [[κατά]] την [[ανάπτυξη]] του κεντρικού νευρικού συστήματος, που συνίσταται στην [[προς]] τα άνω [[αύξηση]] της νευρικής πλάκας και σχηματίζει μία [[πλευρά]] της νευρικής [[αύλακας]]<br />η) «νευρική [[χορδή]]» — [[σχηματισμός]] του νευρικού συστήματος τών σπονδυλοζώων και πολλών ασπονδύλων ο [[οποίος]] προεκτείνει τον εγκέφαλο ή τα εγκεφαλικά γάγγλια στο οπίσθιο [[μέρος]] του σώματος<br />θ) «νευρικό [[δίκτυο]]»<br /><b>ζωολ.</b> πρωτόγονη [[διάταξη]] τών νευρικών κυττάρων και αποφυάδων, η οποία σχηματίζει το νευρικό [[σύστημα]] πολλών κατώτερων ζώων<br />ι) «νευρικό [[ινίδιο]]» — κυτταροπλασματικό [[ινίδιο]], [[δέσμη]] μικροσωληνίσκων, που περιέχεται στο αξονόπλασμα ή στο [[περικάρυο]]<br />ια) «νευρικό [[κύτταρο]]» — ο [[νευρώνας]]<br />ιβ) «νευρικό [[σύστημα]]»<br /><b>βιολ.</b> οργανωμένο [[σύνολο]] ειδικευμένων κυττάρων το οποίο ρυθμίζει τις λειτουργίες ενός πολυκύτταρου ζωικού οργανισμού, τις αποκρίσεις του στα ερεθίσματα του εσωτερικού και του εξωτερικού περιβάλλοντός του<br />ιγ) «κεντρικό νευρικό [[σύστημα]]»<br /><b>βιολ.</b> το νευρικό [[σύστημα]] τών ανώτερων ζώων, το οποίο αποτελείται από τον εγκέφαλο και τον νωτιαίο μυελό και στο οποίο [[είναι]] συγκεντρωμένο το [[σύνολο]] τών απειράριθμων νευρώνων του οργανισμού<br />ιδ) «[[νευρικός]] [[ιστός]]»<br /><b>ανατ.</b> [[ιστός]] που αποτελείται από τους νευρώνες και τις αποφυάδες τους, [[καθώς]] και από τα συνοδευτικά κύτταρα<br />ιε) «[[νευρικός]] [[σωλήνας]]» — [[κυλινδρικός]] [[κοίλος]] [[σωλήνας]] που εμφανίζεται [[κατά]] το [[τέλος]] της νευριδίωσης στα έμβρυα τών σπονδυλοζώων από το [[νευρόδερμα]]<br />ιστ) «νευρικό [[τόξο]]»<br /><b>ανατ.</b> σκελετικό [[τόξο]], [[συνήθως]] ημικυκλικό ή υοειδές, που επικαλύπτει το κοιλιακό [[σώμα]] [[κάθε]] σπονδύλου<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ νευρικόν</i><br />(στο Βυζάντιο) στρατιωτικό [[ένδυμα]] από [[πίλημα]] που το φορούσαν [[γύρω]] από το [[στήθος]] [[αντί]] για θώρακα<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει [[πάθηση]] τών νεύρων. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νευρικώς</i> και -<i>ά</i> (Α νευρικῶς)<br /><b>νεοελλ.</b><br />νευριασμένα, με νευρικό τρόπο<br /><b>αρχ.</b><br />όπως το [[νεύρο]], όπως ο [[τένοντας]].
|mltxt=-ή, -ό, θηλ. και -ιά (ΑΜ [[νευρικός]], -ή, -όν) [[νεύρον]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα [[νεύρα]] ή αυτός που προκαλείται από τα [[νεύρα]] (α. «νευρικό [[σύστημα]]» β. «[[νευρικός]] [[κλονισμός]]»)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα νευρικά</i><br />οι παθήσεις τών νεύρων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (ως επίθ. και ως ουσ.) (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει ευερέθιστα [[νεύρα]] [[οξύθυμος]], [[ευέξαπτος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «νευρική [[απόληξη]]»<br /><b>βιολ.</b> [[αισθητήριος]] [[δέκτης]] που αποτελεί [[κατάληξη]] τών περιφερειακών νευρικών ινών και βρίσκεται στο [[δέρμα]] ή στους υποδόριους ιστούς<br />β) «νευρική [[αύλακα]]»<br /><b>βιολ.</b> [[επιμήκης]] [[εγκόλπωση]] της νευρικής πλάκας τών σπονδυλοζώων<br />γ) «νευρική ίνα»<br /><b>βιολ.</b> [[μεγάλη]] [[επιμήκης]] αποφυάδα του νευρώνα<br />δ) «νευρική [[κοιλότητα]]»<br /><b>βιολ.</b> [[κοιλότητα]] που αποτελεί το κεντρικό νευρικό [[σύστημα]] και, στα σπονδυλόζωα, τα σπονδυλικά τόξα και το [[κρανίο]]<br />ε) «νευρική [[κρηπίδα]]» — [[ομάδα]] εμβρυϊκών κυττάρων νευροδερμικής προέλευσης τα οποία αποχωρίζονται [[κατά]] τον σχηματισμό του νευρικού [[σωλήνα]] και παύουν να αποτελούν [[μέρος]] του κεντρικού νευρικού συστήματος, αλλ. νευρική [[ακρολοφία]]<br />στ) «νευρική [[πλάκα]]»<br /><b>βιολ.</b> ραχιαία [[πάχυνση]] του εξωδέρματος στο πρώιμο [[έμβρυο]] τών σπονδυλοζώων, από το οποίο τελικά αναπτύσσεται το κεντρικό νευρικό [[σύστημα]]<br />ζ) «νευρική [[πτυχή]]» — [[στάδιο]] [[κατά]] την [[ανάπτυξη]] του κεντρικού νευρικού συστήματος, που συνίσταται στην [[προς]] τα άνω [[αύξηση]] της νευρικής πλάκας και σχηματίζει μία [[πλευρά]] της νευρικής [[αύλακας]]<br />η) «νευρική [[χορδή]]» — [[σχηματισμός]] του νευρικού συστήματος τών σπονδυλοζώων και πολλών ασπονδύλων ο [[οποίος]] προεκτείνει τον εγκέφαλο ή τα εγκεφαλικά γάγγλια στο οπίσθιο [[μέρος]] του σώματος<br />θ) «νευρικό [[δίκτυο]]»<br /><b>ζωολ.</b> πρωτόγονη [[διάταξη]] τών νευρικών κυττάρων και αποφυάδων, η οποία σχηματίζει το νευρικό [[σύστημα]] πολλών κατώτερων ζώων<br />ι) «νευρικό [[ινίδιο]]» — κυτταροπλασματικό [[ινίδιο]], [[δέσμη]] μικροσωληνίσκων, που περιέχεται στο αξονόπλασμα ή στο [[περικάρυο]]<br />ια) «νευρικό [[κύτταρο]]» — ο [[νευρώνας]]<br />ιβ) «νευρικό [[σύστημα]]»<br /><b>βιολ.</b> οργανωμένο [[σύνολο]] ειδικευμένων κυττάρων το οποίο ρυθμίζει τις λειτουργίες ενός πολυκύτταρου ζωικού οργανισμού, τις αποκρίσεις του στα ερεθίσματα του εσωτερικού και του εξωτερικού περιβάλλοντός του<br />ιγ) «κεντρικό νευρικό [[σύστημα]]»<br /><b>βιολ.</b> το νευρικό [[σύστημα]] τών ανώτερων ζώων, το οποίο αποτελείται από τον εγκέφαλο και τον νωτιαίο μυελό και στο οποίο [[είναι]] συγκεντρωμένο το [[σύνολο]] τών απειράριθμων νευρώνων του οργανισμού<br />ιδ) «[[νευρικός]] [[ιστός]]»<br /><b>ανατ.</b> [[ιστός]] που αποτελείται από τους νευρώνες και τις αποφυάδες τους, [[καθώς]] και από τα συνοδευτικά κύτταρα<br />ιε) «[[νευρικός]] [[σωλήνας]]» — [[κυλινδρικός]] [[κοίλος]] [[σωλήνας]] που εμφανίζεται [[κατά]] το [[τέλος]] της νευριδίωσης στα έμβρυα τών σπονδυλοζώων από το [[νευρόδερμα]]<br />ιστ) «νευρικό [[τόξο]]»<br /><b>ανατ.</b> σκελετικό [[τόξο]], [[συνήθως]] ημικυκλικό ή υοειδές, που επικαλύπτει το κοιλιακό [[σώμα]] [[κάθε]] σπονδύλου<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ νευρικόν</i><br />(στο Βυζάντιο) στρατιωτικό [[ένδυμα]] από [[πίλημα]] που το φορούσαν [[γύρω]] από το [[στήθος]] [[αντί]] για θώρακα<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει [[πάθηση]] τών νεύρων. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νευρικώς</i> και -<i>ά</i> (Α νευρικῶς)<br /><b>νεοελλ.</b><br />νευριασμένα, με νευρικό τρόπο<br /><b>αρχ.</b><br />όπως το [[νεύρο]], όπως ο [[τένοντας]].
}}
{{pape
|ptext=<i>die [[Sehnen]] [[betreffend]], an den [[Sehnen]] [[leidend]]</i>, Sp.
}}
}}