νευρικός
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
English (LSJ)
νευρική, νευρικόν,
A suffering from contraction of the tendons, ν. καὶ ἀρθριτικοί Antyll. ap.Orib.9.11.2, cf. Gal.8.420.
2 of the disease itself, ν. διάθεσις OGI331.11 (Pergam., ii B.C.).
3 Adv. νευρικῶς = like a tendon, Ruf. Syn.Puls.7.
Greek (Liddell-Scott)
νευρικός: -ή, -όν, ὁ πάσχων, νοσῶν κατὰ τὰ νεῦρα, ἀγαθοὶ δὲ καὶ (οἱ παραθαλάττιοι τόποι) νευρικοῖς καὶ ἀρθριτικοῖς Ἄντυλλ. σελ. 229 Matth.· νευρικά, τά, τὰ νευρικὰ νοσήματα, Διοσκ. 1. 67. 2) νευρικόν, τό, ἔνδυμά τι στρατιωτικὸν ἐκ διπλοῦ πίλου, «κετσέ», κατεσκευασμένον καὶ φορούμενον περὶ τὸ στῆθος ἀντὶ θώρακος, Λέοντ. Τακτικ. 5, 4, καὶ 6, 8, κλ.
Greek Monolingual
-ή, -ό, θηλ. και -ιά (ΑΜ νευρικός, -ή, -όν) νεύρον
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα νεύρα ή αυτός που προκαλείται από τα νεύρα (α. «νευρικό σύστημα» β. «νευρικός κλονισμός»)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα νευρικά
οι παθήσεις τών νεύρων
νεοελλ.
1. (ως επίθ. και ως ουσ.) (για πρόσ.) αυτός που έχει ευερέθιστα νεύρα οξύθυμος, ευέξαπτος
2. φρ. α) «νευρική απόληξη»
βιολ. αισθητήριος δέκτης που αποτελεί κατάληξη τών περιφερειακών νευρικών ινών και βρίσκεται στο δέρμα ή στους υποδόριους ιστούς
β) «νευρική αύλακα»
βιολ. επιμήκης εγκόλπωση της νευρικής πλάκας τών σπονδυλοζώων
γ) «νευρική ίνα»
βιολ. μεγάλη επιμήκης αποφυάδα του νευρώνα
δ) «νευρική κοιλότητα»
βιολ. κοιλότητα που αποτελεί το κεντρικό νευρικό σύστημα και, στα σπονδυλόζωα, τα σπονδυλικά τόξα και το κρανίο
ε) «νευρική κρηπίδα» — ομάδα εμβρυϊκών κυττάρων νευροδερμικής προέλευσης τα οποία αποχωρίζονται κατά τον σχηματισμό του νευρικού σωλήνα και παύουν να αποτελούν μέρος του κεντρικού νευρικού συστήματος, αλλ. νευρική ακρολοφία
στ) «νευρική πλάκα»
βιολ. ραχιαία πάχυνση του εξωδέρματος στο πρώιμο έμβρυο τών σπονδυλοζώων, από το οποίο τελικά αναπτύσσεται το κεντρικό νευρικό σύστημα
ζ) «νευρική πτυχή» — στάδιο κατά την ανάπτυξη του κεντρικού νευρικού συστήματος, που συνίσταται στην προς τα άνω αύξηση της νευρικής πλάκας και σχηματίζει μία πλευρά της νευρικής αύλακας
η) «νευρική χορδή» — σχηματισμός του νευρικού συστήματος τών σπονδυλοζώων και πολλών ασπονδύλων ο οποίος προεκτείνει τον εγκέφαλο ή τα εγκεφαλικά γάγγλια στο οπίσθιο μέρος του σώματος
θ) «νευρικό δίκτυο»
ζωολ. πρωτόγονη διάταξη τών νευρικών κυττάρων και αποφυάδων, η οποία σχηματίζει το νευρικό σύστημα πολλών κατώτερων ζώων
ι) «νευρικό ινίδιο» — κυτταροπλασματικό ινίδιο, δέσμη μικροσωληνίσκων, που περιέχεται στο αξονόπλασμα ή στο περικάρυο
ια) «νευρικό κύτταρο» — ο νευρώνας
ιβ) «νευρικό σύστημα»
βιολ. οργανωμένο σύνολο ειδικευμένων κυττάρων το οποίο ρυθμίζει τις λειτουργίες ενός πολυκύτταρου ζωικού οργανισμού, τις αποκρίσεις του στα ερεθίσματα του εσωτερικού και του εξωτερικού περιβάλλοντός του
ιγ) «κεντρικό νευρικό σύστημα»
βιολ. το νευρικό σύστημα τών ανώτερων ζώων, το οποίο αποτελείται από τον εγκέφαλο και τον νωτιαίο μυελό και στο οποίο είναι συγκεντρωμένο το σύνολο τών απειράριθμων νευρώνων του οργανισμού
ιδ) «νευρικός ιστός»
ανατ. ιστός που αποτελείται από τους νευρώνες και τις αποφυάδες τους, καθώς και από τα συνοδευτικά κύτταρα
ιε) «νευρικός σωλήνας» — κυλινδρικός κοίλος σωλήνας που εμφανίζεται κατά το τέλος της νευριδίωσης στα έμβρυα τών σπονδυλοζώων από το νευρόδερμα
ιστ) «νευρικό τόξο»
ανατ. σκελετικό τόξο, συνήθως ημικυκλικό ή υοειδές, που επικαλύπτει το κοιλιακό σώμα κάθε σπονδύλου
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ νευρικόν
(στο Βυζάντιο) στρατιωτικό ένδυμα από πίλημα που το φορούσαν γύρω από το στήθος αντί για θώρακα
αρχ.
αυτός που έχει πάθηση τών νεύρων.
επίρρ...
νευρικώς και -ά (Α νευρικῶς)
νεοελλ.
νευριασμένα, με νευρικό τρόπο
αρχ.
όπως το νεύρο, όπως ο τένοντας.
German (Pape)
die Sehnen betreffend, an den Sehnen leidend, Sp.