3,273,773
edits
m (LSJ1 replacement) |
|||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=koinovios | |Transliteration C=koinovios | ||
|Beta Code=koino/bios | |Beta Code=koino/bios | ||
|Definition= | |Definition=κοινόβιον,<br><span class="bld">A</span> [[living in community with others]], Ptol.''Tetr.''119, Iamb. ''VP''5.29.<br><span class="bld">II</span> as [[substantive]] [[κοινόβιον]], τό, [[life in community]], dub. l. in Gell.1.9 fin.<br><span class="bld">2</span> [[monastery]], Just.''Nov.''123.36, al., ''PSI''8.953.9 (vi A.D.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1468.png Seite 1468]] mit Anderen in Gemeinschaft lebend, Iambl. u. a. Sp.; – τὸ [[κοινόβιον]], ein Kloster, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1468.png Seite 1468]] mit Anderen in Gemeinschaft lebend, Iambl. u. a. Sp.; – τὸ [[κοινόβιον]], ein Kloster, Sp. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κοινόβιος:''' ὁ [[совместная жизнь]], [[общежитие]] Gell. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 17: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (AM [[κοινόβιος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που ζει από κοινού με άλλους<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[κοινόβιο]](<i>ν</i>)<br />α) <b>εκκλ.</b> το [[μοναστήρι]] στο οποίο διαμένουν πολλοί μοναχοί οι οποίοι ακολουθούν [[κοινή]] [[λατρεία]], έχουν [[κοινή]] [[κατοικία]] και [[διατροφή]] και διοικούνται από ηγούμενο τον οποίο εκλέγουν οι ίδιοι<br />β) η από κοινού [[συμβίωση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) (στη Λαϊκή Κίνα) [[μεγάλος]] [[αγροτικός]] [[παραγωγικός]] [[συνεταιρισμός]] με έντονο κολλεκτιβιστικό χαρακτήρα, [[βασικός]] [[πυρήνας]] της κινεζικής σοσιαλιστικής κοινωνίας σε μια ορισμένη ιστορική περίοδο, στον οποίο ίσχυε η [[διαβίωση]] σε [[κοινότητα]]<br />β) <b>βιολ.</b> [[σύνολο]] πολλών κυττάρων που αποτελεί ένα [[είδος]] αριθμητικά και μορφολογικά καθορισμένης αποικίας και απαντά σε [[πολλά]] [[φύκη]] της ομάδας βολβοκώδη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βίος]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=-α, -ο (AM [[κοινόβιος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που ζει από κοινού με άλλους<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[κοινόβιο]](<i>ν</i>)<br />α) <b>εκκλ.</b> το [[μοναστήρι]] στο οποίο διαμένουν πολλοί μοναχοί οι οποίοι ακολουθούν [[κοινή]] [[λατρεία]], έχουν [[κοινή]] [[κατοικία]] και [[διατροφή]] και διοικούνται από ηγούμενο τον οποίο εκλέγουν οι ίδιοι<br />β) η από κοινού [[συμβίωση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) (στη Λαϊκή Κίνα) [[μεγάλος]] [[αγροτικός]] [[παραγωγικός]] [[συνεταιρισμός]] με έντονο κολλεκτιβιστικό χαρακτήρα, [[βασικός]] [[πυρήνας]] της κινεζικής σοσιαλιστικής κοινωνίας σε μια ορισμένη ιστορική περίοδο, στον οποίο ίσχυε η [[διαβίωση]] σε [[κοινότητα]]<br />β) <b>βιολ.</b> [[σύνολο]] πολλών κυττάρων που αποτελεί ένα [[είδος]] αριθμητικά και μορφολογικά καθορισμένης αποικίας και απαντά σε [[πολλά]] [[φύκη]] της ομάδας βολβοκώδη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βίος]]), [[πρβλ]]. [[αιωνόβιος]], [[εφημερόβιος]]]. | ||
}} | }} |