φραστικός: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
(6_10)
m (LSJ1 replacement)
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=frastikos
|Transliteration C=frastikos
|Beta Code=frastiko/s
|Beta Code=frastiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">indicative, expressive</b>, τινος <span class="bibl">Pl.<span class="title">Def.</span>414d</span>; <b class="b3">τὸ φ. μέρος τοῦ λόγου</b>, opp. <b class="b3">ἡ νόησις</b>, Longin.30.1; φ. τόποι <b class="b2">expressive</b>, Id.32.6; φ. δύναμις <span class="bibl">M.Ant.1.16</span>, <span class="bibl">Ael.<span class="title">VH</span>3.1</span>; of persons, <b class="b2">eloquent</b>, <span class="bibl">D.L.5.65</span>: τὸ φ. <b class="b2">power of speaking</b>, Placit.5.20.4.</span>
|Definition=φραστική, φραστικόν, [[indicative]], [[expressive]], τινος Pl.''Def.''414d; <b class="b3">τὸ φ. μέρος τοῦ λόγου</b>, opp. <b class="b3">ἡ νόησις</b>, Longin.30.1; φ. τόποι [[expressive]], Id.32.6; φ. δύναμις M.Ant.1.16, Ael.''VH''3.1; of persons, [[eloquent]], D.L.5.65: τὸ φ. [[power of speaking]], Placit.5.20.4.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1303.png Seite 1303]] zum Sprechen, Reden gehörig, geschickt, τὸ φραστικόν, die Fähigkeit zu sprechen, Plut. plac. phil. 5, 20.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1303.png Seite 1303]] zum Sprechen, Reden gehörig, geschickt, τὸ φραστικόν, die Fähigkeit zu sprechen, Plut. plac. phil. 5, 20.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne la parole ; τὸ φραστικόν PLUT la facilité de parole.<br />'''Étymologie:''' [[φράζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''φραστικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[указывающий]], [[объясняющий]], [[обозначающий]] ([[λόγος]] φωνὴ φραστικὴ ἑκάστου τῶν ὄντων, ''[[sc.]]'' ἐστίν Plat.);<br /><b class="num">2</b> [[умеющий говорить]], [[легко изъясняющийся]] ([[ἀνήρ]] Plut.) - см. тж. [[φραστικόν]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φραστικός''': -ή, -όν, ([[φράζω]]) ὁ ἁρμόζων εἰς δήλωσιν ἢ ἔκφρασίν τινος, μεταγεν. φραστικὴ (φωνὴ) ἑκάστου τῶν ὄντων Πλάτ. Ὅρος 414D ˙ τὸ φρ. [[μέρος]] τοῦ λόγου ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[νόησις]], Λογγῖνος 30˙ φ. τόποι, ἐκφραστικοί, ὁ αὐτ. 32. 6˙ φρ. [[δύναμις]] Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 1˙ ἐπὶ προσώπων, εὔγλωττος, Διογέν. Λαέρτ. 5. 65˙ ― τὸ φραστικόν, ἡ [[δύναμις]] τοῦ λαλεῖν, ἡ [[γλῶσσα]], Πλούτ. 2. 909Α.
|lstext='''φραστικός''': -ή, -όν, ([[φράζω]]) ὁ ἁρμόζων εἰς δήλωσιν ἢ ἔκφρασίν τινος, μεταγεν. φραστικὴ (φωνὴ) ἑκάστου τῶν ὄντων Πλάτ. Ὅρος 414D ˙ τὸ φρ. [[μέρος]] τοῦ λόγου ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[νόησις]], Λογγῖνος 30˙ φ. τόποι, ἐκφραστικοί, ὁ αὐτ. 32. 6˙ φρ. [[δύναμις]] Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 1˙ ἐπὶ προσώπων, εὔγλωττος, Διογέν. Λαέρτ. 5. 65˙ ― τὸ φραστικόν, ἡ [[δύναμις]] τοῦ λαλεῖν, ἡ [[γλῶσσα]], Πλούτ. 2. 909Α.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[φραστικός]], -ή, -όν, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[φράση]] (α. «φραστικοί τρόποι» β. «φραστικά σφάλματα» γ. «φραστικό [[πυροτέχνημα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[κατάλληλος]] να δηλώσει, να εκφράσει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[εκφραστικός]], [[εύγλωττος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φραστικόν</i><br />η [[ικανότητα]] έκφρασης, η [[γλώσσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φράζω]] (Ι), μέσω του αμάρτυρου ρηματ. επιθ. <i>φραστός</i>, <i>το</i> οποίο απαντά μόνο ως β' συνθετικό λέξεων].
}}
}}