κακότεχνος: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kakotechnos
|Transliteration C=kakotechnos
|Beta Code=kako/texnos
|Beta Code=kako/texnos
|Definition=ον, ([[τέχνη]]) [[using evil practices]], [[artful]], δόλος <span class="bibl">Il.15.14</span>: especially in mal. part., [[lascivious]], AP5. 128 (Autom.): Sup., ib.<span class="bibl">131</span> (Phld., [[varia lectio|v.l.]] [[κατατ-]]); of songs, Plu.2.706d. Adv. <b class="b3">-νως</b> [[with bad art]], <span class="bibl">Ph.1.195</span>.
|Definition=κακότεχνον, ([[τέχνη]]) [[using evil practices]], [[artful]], δόλος Il.15.14: especially in mal. part., [[lascivious]], AP5. 128 (Autom.): Sup., ib.131 (Phld., [[varia lectio|v.l.]] κατατ-); of songs, Plu.2.706d. Adv. [[κακοτέχνως]] = [[with bad art]], Ph.1.195.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> fourbe, artificieux;<br /><b>2</b> qui procède d'un art malsain, corrupteur (chant, danse, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[τέχνη]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[fourbe]], [[artificieux]];<br /><b>2</b> qui procède d'un art malsain, corrupteur (chant, danse, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[τέχνη]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κακότεχνος''': -ον, ([[τέχνη]]) κακῶς τετεχνασμένος, [[μάλα]] δὴ [[κακότεχνος]].. σὸς [[δόλος]] Ἰλ. Ο. 14· ― ἐπὶ ἀσέμνων ὀρχήσεων, Ἀνθ. Π. 5. 129, 132· ἐπὶ ᾀσμάτων, Πλούτ. 2. 706D. ― Ἀττ. ἀνώμαλ. συγκρ. κακοτεχνέστερος, ὡς εἰ ἐκ τοῦ [[κακοτεχνής]], Λουκ. π. Διαβολ. 10· ἀλλ’ Ὑπερθ. κακοτεχνότατος Ἀνθ. Π. 5. 132. ― Ἐπίρρ. -νως, = [[ἀτέχνως]], Φίλων 1. 195.
|elnltext=κακότεχνος -ον &#91;[[κακός]], [[τέχνη]]] [[boosaardig]].
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰκότεχνος:'''<br /><b class="num">1</b> [[коварный]], [[мошеннический]], [[нечестный]] ([[δόλος]] Hom.);<br /><b class="num">2</b> [[распущенный]], [[непристойный]] (τέχναι Sext.; ᾠδαί Plut.; [[κίνημα]] Anth.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[κακότεχνος]], -ον) [[κακώς]] κατασκευασμένος, κακοφτειαγμένος, κακής τέχνης, [[άτεχνος]], [[άκομψος]], [[ακαλαίσθητος]] («κακότεχνη [[εικόνα]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>για πρόσ.</b>) [[κακός]] [[τεχνίτης]], [[ακαλαίσθητος]] [[τεχνίτης]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γνωρίζει μαγικές τέχνες<br /><b>2.</b> (για [[βιβλίο]]) αυτό που περιέχει μαγικές τέχνες<br /><b>3.</b> [[δόλιος]], [[πονηρός]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για άσεμνους χορούς ή άσματα) [[ασελγής]], [[λάγνος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κακοτέχνως</i> και <i>κακότεχνα</i> (AM κακοτέχνως) άκομψα, με άτεχνο τρόπο, με κακή [[τέχνη]]<br /><b>μσν.</b><br />άσχημα, με μαγικό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τεχνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]]), [[πρβλ]]. [[μεγαλό]]-<i>τεχνος</i>, <i>φιλό</i>-<i>τεχνος</i>].
|mltxt=-η, -ο (AM [[κακότεχνος]], -ον) [[κακώς]] κατασκευασμένος, κακοφτειαγμένος, κακής τέχνης, [[άτεχνος]], [[άκομψος]], [[ακαλαίσθητος]] («κακότεχνη [[εικόνα]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>για πρόσ.</b>) [[κακός]] [[τεχνίτης]], [[ακαλαίσθητος]] [[τεχνίτης]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γνωρίζει μαγικές τέχνες<br /><b>2.</b> (για [[βιβλίο]]) αυτό που περιέχει μαγικές τέχνες<br /><b>3.</b> [[δόλιος]], [[πονηρός]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για άσεμνους χορούς ή άσματα) [[ασελγής]], [[λάγνος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κακοτέχνως</i> και <i>κακότεχνα</i> (AM κακοτέχνως) άκομψα, με άτεχνο τρόπο, με κακή [[τέχνη]]<br /><b>μσν.</b><br />άσχημα, με μαγικό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τεχνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]]), [[πρβλ]]. [[μεγαλότεχνος]], [[φιλότεχνος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κᾰκότεχνος:''' -ον ([[τέχνη]]), αυτός που χρησιμοποιεί δόλια τεχνάσματα, [[πονηρός]], [[πανούργος]], [[δόλιος]], [[κατεργάρης]], [[δόλος]], σε Ομήρ. Ιλ.· ανώμ. συγκρ. <i>-τεχνέστερος</i>, όπως αν προερχόταν από το [[κακοτεχνής]], σε Λουκ.
|lsmtext='''κᾰκότεχνος:''' -ον ([[τέχνη]]), αυτός που χρησιμοποιεί δόλια τεχνάσματα, [[πονηρός]], [[πανούργος]], [[δόλιος]], [[κατεργάρης]], [[δόλος]], σε Ομήρ. Ιλ.· ανώμ. συγκρ. <i>-τεχνέστερος</i>, όπως αν προερχόταν από το [[κακοτεχνής]], σε Λουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κᾰκότεχνος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[коварный]], [[мошеннический]], [[нечестный]] ([[δόλος]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[распущенный]], [[непристойный]] (τέχναι Sext.; ᾠδαί Plut.; [[κίνημα]] Anth.).
|lstext='''κακότεχνος''': -ον, ([[τέχνη]]) κακῶς τετεχνασμένος, [[μάλα]] δὴ [[κακότεχνος]].. σὸς [[δόλος]] Ἰλ. Ο. 14· ― ἐπὶ ἀσέμνων ὀρχήσεων, Ἀνθ. Π. 5. 129, 132· ἐπὶ ᾀσμάτων, Πλούτ. 2. 706D. ― Ἀττ. ἀνώμαλ. συγκρ. κακοτεχνέστερος, ὡς εἰ ἐκ τοῦ [[κακοτεχνής]], Λουκ. π. Διαβολ. 10· ἀλλ’ Ὑπερθ. κακοτεχνότατος Ἀνθ. Π. 5. 132. ― Ἐπίρρ. -νως, = [[ἀτέχνως]], Φίλων 1. 195.
}}
{{elnl
|elnltext=κακότεχνος -ον [κακός, τέχνη] boosaardig.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κᾰκό-τεχνος, ον [[τέχνη]]<br />using bad arts or [[evil]] practices, [[artful]], [[wily]], [[δόλος]] Il.:—irreg. comp. -τεχνέστερος, as from [[κακοτεχνής]], Luc.
|mdlsjtxt=κᾰκό-τεχνος, ον [[τέχνη]]<br />using bad arts or [[evil]] practices, [[artful]], [[wily]], [[δόλος]] Il.:—irreg. comp. -τεχνέστερος, as from [[κακοτεχνής]], Luc.
}}
}}