Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κακότεχνος: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. \[\[((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $1$3, $6$8)")
mNo edit summary
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κακότεχνος -ον &#91;[[κακός]], [[τέχνη]]] [[boosaardig]].
|elnltext=κακότεχνος -ον &#91;[[κακός]], [[τέχνη]]] [[boosaardig]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[κακότεχνος]], -ον) [[κακώς]] κατασκευασμένος, κακοφτειαγμένος, κακής τέχνης, [[άτεχνος]], [[άκομψος]], [[ακαλαίσθητος]] («κακότεχνη [[εικόνα]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>για πρόσ.</b>) [[κακός]] [[τεχνίτης]], [[ακαλαίσθητος]] [[τεχνίτης]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γνωρίζει μαγικές τέχνες<br /><b>2.</b> (για [[βιβλίο]]) αυτό που περιέχει μαγικές τέχνες<br /><b>3.</b> [[δόλιος]], [[πονηρός]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για άσεμνους χορούς ή άσματα) [[ασελγής]], [[λάγνος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κακοτέχνως</i> και <i>κακότεχνα</i> (AM κακοτέχνως) άκομψα, με άτεχνο τρόπο, με κακή [[τέχνη]]<br /><b>μσν.</b><br />άσχημα, με μαγικό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τεχνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]]), [[πρβλ]]. [[μεγαλότεχνος]], [[φιλότεχνος]]).
|mltxt=-η, -ο (AM [[κακότεχνος]], -ον) [[κακώς]] κατασκευασμένος, κακοφτειαγμένος, κακής τέχνης, [[άτεχνος]], [[άκομψος]], [[ακαλαίσθητος]] («κακότεχνη [[εικόνα]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>για πρόσ.</b>) [[κακός]] [[τεχνίτης]], [[ακαλαίσθητος]] [[τεχνίτης]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γνωρίζει μαγικές τέχνες<br /><b>2.</b> (για [[βιβλίο]]) αυτό που περιέχει μαγικές τέχνες<br /><b>3.</b> [[δόλιος]], [[πονηρός]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για άσεμνους χορούς ή άσματα) [[ασελγής]], [[λάγνος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κακοτέχνως</i> και <i>κακότεχνα</i> (AM κακοτέχνως) άκομψα, με άτεχνο τρόπο, με κακή [[τέχνη]]<br /><b>μσν.</b><br />άσχημα, με μαγικό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τεχνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]]), [[πρβλ]]. [[μεγαλότεχνος]], [[φιλότεχνος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm