κλοτοπεύω: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=klotopeyo
|Transliteration C=klotopeyo
|Beta Code=klotopeu/w
|Beta Code=klotopeu/w
|Definition=[[deal subtly]], [[spin out time by false pretences]], οὐ γὰρ χρὴ κλοτοπεύειν <span class="bibl">Il.19.149</span>; <b class="b3">κ. περὶ τὸ νησίδιον</b>, perhaps to be read for [[κλοπεύω]], <span class="bibl">Hld.1.30</span>:—hence κλοτοπ-ευτής· [[ἐξαλλάκτης]], [[ἀλαζών]], Hsch.
|Definition=[[deal subtly]], [[spin out time by false pretences]], οὐ γὰρ χρὴ κλοτοπεύειν Il.19.149; <b class="b3">κ. περὶ τὸ νησίδιον</b>, perhaps to be read for [[κλοπεύω]], Hld.1.30:—hence [[κλοτοπευτής]]· [[ἐξαλλάκτης]], [[ἀλαζών]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=perdre son temps en vaines paroles.<br />'''Étymologie:''' DELG hapax inexpliqué.
|btext=[[perdre son temps en vaines paroles]].<br />'''Étymologie:''' DELG hapax inexpliqué.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κλοτοπεύω''': χρονοτριβῶ, χάνω τὸν καιρόν, μόνον ἐν Ἰλ. Τ. 149, οὐ γὰρ κλοτοπεύειν, «ὑποκλέπτειν αὑτοὺς τῆς μάχης ἐν τοῖς λόγοις» (Σχόλ.), ἀρχ. Ἐπικ. ἐκτεταμένος [[τύπος]] τοῦ [[κλέπτω]], [[κλοπεύω]]. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κλοτοπεύειν· παραλογίζεσθαι. ἀπατᾶν. κλεψιγαμεῖν, στραγγεύεσθαι»· ὁ αὐτὸς ἑρμηνεύει κλοτοπευτὴς διὰ τοῦ ἐξαλλακτής, ἀλαζών. Ἴδε Spitzn. ἐν τόπῳ.
|elnltext=κλοτοπεύω tijd verpraten.
}}
{{elru
|elrutext='''κλοτοπεύω:''' [[терять время на пустые слова]]: οὐ χρὴ κ. Hom. незачем говорить впустую.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 25: Line 28:
|mltxt=[[κλοτοπεύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[χρονοτριβώ]], [[χάνω]] τον καιρό μου («οὐ γὰρ χρὴ κλοτοπεύειν ἐνθάδ' ἐόντας οὐδὲ διατρίβειν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μένω]] [[άπρακτος]] προβάλλοντας ψεύτικες ή δόλιες προφάσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Ίσως να προέρχεται από συμφυρμό τών [[κλοπή]] και [[τόπος]].
|mltxt=[[κλοτοπεύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[χρονοτριβώ]], [[χάνω]] τον καιρό μου («οὐ γὰρ χρὴ κλοτοπεύειν ἐνθάδ' ἐόντας οὐδὲ διατρίβειν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μένω]] [[άπρακτος]] προβάλλοντας ψεύτικες ή δόλιες προφάσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Ίσως να προέρχεται από συμφυρμό τών [[κλοπή]] και [[τόπος]].
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κλοτοπεύω:''' [[терять время на пустые слова]]: οὐ χρὴ κ. Hom. незачем говорить впустую.
|lstext='''κλοτοπεύω''': χρονοτριβῶ, χάνω τὸν καιρόν, μόνον ἐν Ἰλ. Τ. 149, οὐ γὰρ κλοτοπεύειν, «ὑποκλέπτειν αὑτοὺς τῆς μάχης ἐν τοῖς λόγοις» (Σχόλ.), ἀρχ. Ἐπικ. ἐκτεταμένος [[τύπος]] τοῦ [[κλέπτω]], [[κλοπεύω]]. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κλοτοπεύειν· παραλογίζεσθαι. ἀπατᾶν. κλεψιγαμεῖν, στραγγεύεσθαι»· ὁ αὐτὸς ἑρμηνεύει κλοτοπευτὴς διὰ τοῦ ἐξαλλακτής, ἀλαζών. Ἴδε Spitzn. ἐν τόπῳ.
}}
{{elnl
|elnltext=κλοτοπεύω tijd verpraten.
}}
}}
{{etym
{{etym
Line 38: Line 38:
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''κλοτοπεύω''': {klotopeúō}<br />'''Meaning''': nur Τ 149 zusammen mit διατρίβειν, Bed. schon im Altertum strittig, vgl. H. κλοτοπεύειν· παραλογίζεσθαι, ἀπατᾶν, κλεψιγαμεῖν, στραγγεύεσθαι. Er zitiert noch κλοτοπευτής· [[ἐξαλλάκτης]], [[ἀλαζών]].<br />'''Etymology''': Expressives Wort unklarer Bedeutung und schon deshalb einer sicheren Etymologie ermangelnd. Versuche von Laird ClassPhil. 4, 317ff. (dagegen Kretschmer Glotta 3, 336f.), H. Lewy KZ 55, 25f. und Kuiper Glotta 21, 287ff.<br />'''Page''' 1,876
|ftr='''κλοτοπεύω''': {klotopeúō}<br />'''Meaning''': nur Τ 149 zusammen mit διατρίβειν, Bed. schon im Altertum strittig, vgl. H. κλοτοπεύειν· παραλογίζεσθαι, ἀπατᾶν, κλεψιγαμεῖν, στραγγεύεσθαι. Er zitiert noch κλοτοπευτής· [[ἐξαλλάκτης]], [[ἀλαζών]].<br />'''Etymology''': Expressives Wort unklarer Bedeutung und schon deshalb einer sicheren Etymologie ermangelnd. Versuche von Laird ClassPhil. 4, 317ff. (dagegen Kretschmer Glotta 3, 336f.), H. Lewy KZ 55, 25f. und Kuiper Glotta 21, 287ff.<br />'''Page''' 1,876
}}
}}