κλοτοπεύω

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλοτοπεύω Medium diacritics: κλοτοπεύω Low diacritics: κλοτοπεύω Capitals: ΚΛΟΤΟΠΕΥΩ
Transliteration A: klotopeúō Transliteration B: klotopeuō Transliteration C: klotopeyo Beta Code: klotopeu/w

English (LSJ)

deal subtly, spin out time by false pretences, οὐ γὰρ χρὴ κλοτοπεύειν Il.19.149; κ. περὶ τὸ νησίδιον, perhaps to be read for κλοπεύω, Hld.1.30:—hence κλοτοπευτής· ἐξαλλάκτης, ἀλαζών, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1456] Il. 19, 149 οὐ γὰρ χρὴ κλοτοπεύειν, οὐδὲ διατρίβειν, von den Alten verschieden erkl.; entweder unter listigem Vorwande aufschieben u. zaudern, nach Eust. κλυτοῖς ἔπεσιν ἐνδιατρίβειν; oder übh. listig handeln, u. wie von κλοπεύω für κλοπετεύω; od. großprahlen u. übh. unthätig schwatzen; wie Hesych. auch κλοτοπευτής anführt und es ἐξαλλάκτης, ἀλαζών erkl.

French (Bailly abrégé)

perdre son temps en vaines paroles.
Étymologie: DELG hapax inexpliqué.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλοτοπεύω tijd verpraten.

Russian (Dvoretsky)

κλοτοπεύω: терять время на пустые слова: οὐ χρὴ κ. Hom. незачем говорить впустую.

English (Autenrieth)

doubtful word, be wasting words or making fine speeches, Il. 19.149†.

Greek Monolingual

κλοτοπεύω (Α)
1. χρονοτριβώ, χάνω τον καιρό μου («οὐ γὰρ χρὴ κλοτοπεύειν ἐνθάδ' ἐόντας οὐδὲ διατρίβειν», Ομ. Ιλ.)
2. μένω άπρακτος προβάλλοντας ψεύτικες ή δόλιες προφάσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ίσως να προέρχεται από συμφυρμό τών κλοπή και τόπος.

Greek (Liddell-Scott)

κλοτοπεύω: χρονοτριβῶ, χάνω τὸν καιρόν, μόνον ἐν Ἰλ. Τ. 149, οὐ γὰρ κλοτοπεύειν, «ὑποκλέπτειν αὑτοὺς τῆς μάχης ἐν τοῖς λόγοις» (Σχόλ.), ἀρχ. Ἐπικ. ἐκτεταμένος τύπος τοῦ κλέπτω, κλοπεύω. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κλοτοπεύειν· παραλογίζεσθαι. ἀπατᾶν. κλεψιγαμεῖν, στραγγεύεσθαι»· ὁ αὐτὸς ἑρμηνεύει κλοτοπευτὴς διὰ τοῦ ἐξαλλακτής, ἀλαζών. Ἴδε Spitzn. ἐν τόπῳ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: only Τ 149 together with διατρίβειν, meaning already in antiqquity doubted, cf. H. κλοτοπεύειν παραλογίζεσθαι, ἀπατᾶν, κλεψιγαμεῖν, στραγγεύεσθαι. He cites further κλοτοπευτής ἐξαλλάκτης, ἀλαζών.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Expressive word of uncertain meaning. Attempts by Laird ClassPhil. 4, 317ff. (rejected by Kretschmer Glotta 3, 336f.), H. Lewy KZ 55, 25f. and Kuiper Glotta 21, 287ff., who thinks that the word is Pre-Greek: cf. ἠπερ-οπ-εύω. Useless suggestion in DELG: cross of κλέπτω, κλοπή and τόπος, τοπάζω; such conflations rather show our desperation than that they solve anything.

Middle Liddell

κλοτοπεύω,
to deal subtly, to spin out time by false pretences, Il.;—it seems to be a lengthd. form of κλέπτω, κλωπεύω.

Frisk Etymology German

κλοτοπεύω: {klotopeúō}
Meaning: nur Τ 149 zusammen mit διατρίβειν, Bed. schon im Altertum strittig, vgl. H. κλοτοπεύειν· παραλογίζεσθαι, ἀπατᾶν, κλεψιγαμεῖν, στραγγεύεσθαι. Er zitiert noch κλοτοπευτής· ἐξαλλάκτης, ἀλαζών.
Etymology: Expressives Wort unklarer Bedeutung und schon deshalb einer sicheren Etymologie ermangelnd. Versuche von Laird ClassPhil. 4, 317ff. (dagegen Kretschmer Glotta 3, 336f.), H. Lewy KZ 55, 25f. und Kuiper Glotta 21, 287ff.
Page 1,876