λυπητικός: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
(23)
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lypitikos
|Transliteration C=lypitikos
|Beta Code=luphtiko/s
|Beta Code=luphtiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">feeling pain</b>, ἐπί τινι <span class="bibl">Arist.<span class="title">MM</span>1192b22</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">τὸ λ</b>. the <b class="b2">capacity for feeling pain</b>, Plu.2.657a.</span>
|Definition=λυπητική, λυπητικόν,<br><span class="bld">A</span> [[feeling pain]], ἐπί τινι Arist.''MM''1192b22.<br><span class="bld">II</span> [[τὸ λυπητικόν]] = the [[capacity for feeling pain]], Plu.2.657a.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[affligeant]].<br />'''Étymologie:''' [[λυπέω]].
}}
{{pape
|ptext=[ῡ], <i>[[betrübend]]</i>, Sp.; τὸ λ. = [[λύπη]], Plut. <i>Symp</i>. 3.8.2.
}}
{{elru
|elrutext='''λῡπητικός:''' [[удручающий]], [[прискорбный]] Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λῡπητικός''': -ή, -όν, ὁ αἰσθανόμενος πόνον, λύπην, ἐπί τινι Ἀριστ. π. Μνήμ. 1. 28, 1. II. [[λυπηρός]], [[θλιβερός]], προξενῶν λύπην, τὸ λυπ., = [[λύπη]], Πλούτ. 2. 657Α.
|lstext='''λῡπητικός''': -ή, -όν, ὁ αἰσθανόμενος πόνον, λύπην, ἐπί τινι Ἀριστ. π. Μνήμ. 1. 28, 1. II. [[λυπηρός]], [[θλιβερός]], προξενῶν λύπην, τὸ λυπ., = [[λύπη]], Πλούτ. 2. 657Α.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />affligeant.<br />'''Étymologie:''' [[λυπέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λυπητικός]], -ή, -όν (AM) [[λυπώ]]<br />αυτός που αισθάνεται [[λύπη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ λυπητικόν</i><br />η [[ικανότητα]] να λυπάται, να αισθάνεται [[λύπη]] [[κάποιος]] («ὁ [[ἐπικήδειος]] [[αὐλός]]... ἐξαιρεῑ και ἀναλίσκει τὸ λυπητικόν», <b>Πλούτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[λυπητικά]] και <i>λυπητικῶς</i> (Μ)<br />[[λυπημένα]], με [[λύπη]], με τρόπο που προξενεί [[λύπη]].
|mltxt=[[λυπητικός]], -ή, -όν (AM) [[λυπώ]]<br />αυτός που αισθάνεται [[λύπη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ λυπητικόν</i><br />η [[ικανότητα]] να λυπάται, να αισθάνεται [[λύπη]] [[κάποιος]] («ὁ [[ἐπικήδειος]] [[αὐλός]]... ἐξαιρεῖ και ἀναλίσκει τὸ λυπητικόν», <b>Πλούτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[λυπητικά]] και <i>λυπητικῶς</i> (Μ)<br />[[λυπημένα]], με [[λύπη]], με τρόπο που προξενεί [[λύπη]].
}}
}}