λυπητικός
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
English (LSJ)
λυπητική, λυπητικόν,
A feeling pain, ἐπί τινι Arist.MM1192b22.
II τὸ λυπητικόν = the capacity for feeling pain, Plu.2.657a.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
affligeant.
Étymologie: λυπέω.
German (Pape)
[ῡ], betrübend, Sp.; τὸ λ. = λύπη, Plut. Symp. 3.8.2.
Russian (Dvoretsky)
λῡπητικός: удручающий, прискорбный Arst.
Greek (Liddell-Scott)
λῡπητικός: -ή, -όν, ὁ αἰσθανόμενος πόνον, λύπην, ἐπί τινι Ἀριστ. π. Μνήμ. 1. 28, 1. II. λυπηρός, θλιβερός, προξενῶν λύπην, τὸ λυπ., = λύπη, Πλούτ. 2. 657Α.
Greek Monolingual
λυπητικός, -ή, -όν (AM) λυπώ
αυτός που αισθάνεται λύπη
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ λυπητικόν
η ικανότητα να λυπάται, να αισθάνεται λύπη κάποιος («ὁ ἐπικήδειος αὐλός... ἐξαιρεῖ και ἀναλίσκει τὸ λυπητικόν», Πλούτ.).
επίρρ...
λυπητικά και λυπητικῶς (Μ)
λυπημένα, με λύπη, με τρόπο που προξενεί λύπη.