Anonymous

συνειρμός: Difference between revisions

From LSJ
m
LSJ1 replacement
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=syneirmos
|Transliteration C=syneirmos
|Beta Code=suneirmo/s
|Beta Code=suneirmo/s
|Definition=ὁ, [[connection]], τῶν λόγων <span class="bibl">Demetr.<span class="title">Eloc.</span>180</span>.
|Definition=ὁ, [[connection]], τῶν λόγων Demetr.''Eloc.''180.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνειρμός''': ὁ, τὸ συνείρειν, [[συνάφεια]], [[ἀλληλουχία]], [[συνένωσις]], [[σύναψις]], ἐπὶ λέξεων, ἐν τῷ συνειρμῷ τῶν λόγων Δημήτρ. Φαληρ. § 180.
|lstext='''συνειρμός''': ὁ, τὸ συνείρειν, [[συνάφεια]], [[ἀλληλουχία]], [[συνένωσις]], [[σύναψις]], ἐπὶ λέξεων, ἐν τῷ συνειρμῷ τῶν λόγων Δημήτρ. Φαληρ. § 180.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, ΝΑ [[συνείρω]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[συνείρω]], [[σύναψη]], [[συνάφεια]]<br /><b>2.</b> (για λέξεις) [[λογική]] [[συνάρτηση]], [[αλληλουχία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (φιλοσ.-ψυχολ.) α) ([[κατά]] την κλασική [[αντίληψη]]) i) η [[επαναγωγή]] ή [[ανάπλαση]] στη [[συνείδηση]] του ανθρώπου, από μια δεδομένη [[παράσταση]], [[ιδέα]] ή [[εμπειρία]], την επάγουσα, μιας άλλης, της επαγόμενης, που έχει συνδεθεί [[κατά]] οποιονδήποτε τρόπο με την πρώτη<br />ii) η [[σύνδεση]] ή [[συσχέτιση]], αυτή καθ' εαυτήν, [[μεταξύ]] τών παραστάσεων, ιδεών και εμπειριών, που αποτελεί και το [[υπόβαθρο]] της ανάπλασής τους στη [[συνείδηση]]<br />β) (πειραμ. ψυχολ.) [[περιγραφικός]] όρος που αντιστοιχεί στο [[γεγονός]] ότι η [[παρουσία]] μιας ορισμένης ψυχολογικής μονάδας, λ.χ. μιας λέξης ή αναπαράστασης, προκαλεί σε ένα [[άτομο]] την [[παραγωγή]] μιας ορισμένης μονάδας του ίδιου τύπου, όπως λ.χ. η [[εκφώνηση]] της λέξης [[τραπέζι]] από τον εξεταστή προκαλεί την [[απάντηση]] [[κάθισμα]] εκ μέρους του εξεταζομένου<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[συνειρμός]] ιδεών»<br />i) ([[κατά]] την κλασική [[αντίληψη]]) [[συνειρμός]] [[κατά]] τον οποίο οι ιδέες εφέλκονται [[μεταξύ]] τους και διαδέχονται η μία την [[άλλη]] στους κόλπους της συνείδησης, [[δίχως]] την [[παρέμβαση]] της βούλησης, λόγω συνάφειας, αντίθεσης ή αυτόματης συσχέτισής τους<br />ii) (πειραμ. ψυχολ.) [[κατηγορία]] συνειρμών στην οποία οι εξεταζόμενες ψυχολογικές μονάδες [[είναι]] ιδέες<br />β) «[[λεκτικός]] [[συνειρμός]]»<br />(πειραμ. ψυχολ.) ιδιαίτερη [[κατηγορία]] συνειρμών στην οποία οι εξεταζόμενες ψυχολογικές μονάδες [[είναι]] λέξεις<br />γ) «[[ελεύθερος]] [[συνειρμός]]»<br /><b>(ψυχανάλ.)</b> [[κανόνας]] που συνίσταται στο να εκφράσει ο [[ασθενής]] όλες του τις σκέψεις, ιδέες ή εικόνες [[χωρίς]] καμία [[διάκριση]] και με αυθόρμητο τρόπο.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, ΝΑ [[συνείρω]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[συνείρω]], [[σύναψη]], [[συνάφεια]]<br /><b>2.</b> (για λέξεις) [[λογική]] [[συνάρτηση]], [[αλληλουχία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (φιλοσ.-ψυχολ.) α) ([[κατά]] την κλασική [[αντίληψη]]) i) η [[επαναγωγή]] ή [[ανάπλαση]] στη [[συνείδηση]] του ανθρώπου, από μια δεδομένη [[παράσταση]], [[ιδέα]] ή [[εμπειρία]], την επάγουσα, μιας άλλης, της επαγόμενης, που έχει συνδεθεί [[κατά]] οποιονδήποτε τρόπο με την πρώτη<br />ii) η [[σύνδεση]] ή [[συσχέτιση]], αυτή καθ' εαυτήν, [[μεταξύ]] τών παραστάσεων, ιδεών και εμπειριών, που αποτελεί και το [[υπόβαθρο]] της ανάπλασής τους στη [[συνείδηση]]<br />β) (πειραμ. ψυχολ.) [[περιγραφικός]] όρος που αντιστοιχεί στο [[γεγονός]] ότι η [[παρουσία]] μιας ορισμένης ψυχολογικής μονάδας, λ.χ. μιας λέξης ή αναπαράστασης, προκαλεί σε ένα [[άτομο]] την [[παραγωγή]] μιας ορισμένης μονάδας του ίδιου τύπου, όπως λ.χ. η [[εκφώνηση]] της λέξης [[τραπέζι]] από τον εξεταστή προκαλεί την [[απάντηση]] [[κάθισμα]] εκ μέρους του εξεταζομένου<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[συνειρμός]] ιδεών»<br />i) ([[κατά]] την κλασική [[αντίληψη]]) [[συνειρμός]] [[κατά]] τον οποίο οι ιδέες εφέλκονται [[μεταξύ]] τους και διαδέχονται η μία την [[άλλη]] στους κόλπους της συνείδησης, [[δίχως]] την [[παρέμβαση]] της βούλησης, λόγω συνάφειας, αντίθεσης ή αυτόματης συσχέτισής τους<br />ii) (πειραμ. ψυχολ.) [[κατηγορία]] συνειρμών στην οποία οι εξεταζόμενες ψυχολογικές μονάδες [[είναι]] ιδέες<br />β) «[[λεκτικός]] [[συνειρμός]]»<br />(πειραμ. ψυχολ.) ιδιαίτερη [[κατηγορία]] συνειρμών στην οποία οι εξεταζόμενες ψυχολογικές μονάδες [[είναι]] λέξεις<br />γ) «[[ελεύθερος]] [[συνειρμός]]»<br /><b>(ψυχανάλ.)</b> [[κανόνας]] που συνίσταται στο να εκφράσει ο [[ασθενής]] όλες του τις σκέψεις, ιδέες ή εικόνες [[χωρίς]] καμία [[διάκριση]] και με αυθόρμητο τρόπο.
|mltxt=ὁ, ΝΑ [[συνείρω]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[συνείρω]], [[σύναψη]], [[συνάφεια]]<br /><b>2.</b> (για λέξεις) [[λογική]] [[συνάρτηση]], [[αλληλουχία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (φιλοσ.-ψυχολ.) α) ([[κατά]] την κλασική [[αντίληψη]]) i) η [[επαναγωγή]] ή [[ανάπλαση]] στη [[συνείδηση]] του ανθρώπου, από μια δεδομένη [[παράσταση]], [[ιδέα]] ή [[εμπειρία]], την επάγουσα, μιας άλλης, της επαγόμενης, που έχει συνδεθεί [[κατά]] οποιονδήποτε τρόπο με την πρώτη<br />ii) η [[σύνδεση]] ή [[συσχέτιση]], αυτή καθ' εαυτήν, [[μεταξύ]] τών παραστάσεων, ιδεών και εμπειριών, που αποτελεί και το [[υπόβαθρο]] της ανάπλασής τους στη [[συνείδηση]]<br />β) (πειραμ. ψυχολ.) [[περιγραφικός]] όρος που αντιστοιχεί στο [[γεγονός]] ότι η [[παρουσία]] μιας ορισμένης ψυχολογικής μονάδας, λ.χ. μιας λέξης ή αναπαράστασης, προκαλεί σε ένα [[άτομο]] την [[παραγωγή]] μιας ορισμένης μονάδας του ίδιου τύπου, όπως λ.χ. η [[εκφώνηση]] της λέξης [[τραπέζι]] από τον εξεταστή προκαλεί την [[απάντηση]] [[κάθισμα]] εκ μέρους του εξεταζομένου<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[συνειρμός]] ιδεών»<br />i) ([[κατά]] την κλασική [[αντίληψη]]) [[συνειρμός]] [[κατά]] τον οποίο οι ιδέες εφέλκονται [[μεταξύ]] τους και διαδέχονται η μία την [[άλλη]] στους κόλπους της συνείδησης, [[δίχως]] την [[παρέμβαση]] της βούλησης, λόγω συνάφειας, αντίθεσης ή αυτόματης συσχέτισής τους<br />ii) (πειραμ. ψυχολ.) [[κατηγορία]] συνειρμών στην οποία οι εξεταζόμενες ψυχολογικές μονάδες [[είναι]] ιδέες<br />β) «[[λεκτικός]] [[συνειρμός]]»<br />(πειραμ. ψυχολ.) ιδιαίτερη [[κατηγορία]] συνειρμών στην οποία οι εξεταζόμενες ψυχολογικές μονάδες [[είναι]] λέξεις<br />γ) «[[ελεύθερος]] [[συνειρμός]]»<br /><b>(ψυχανάλ.)</b> [[κανόνας]] που συνίσταται στο να εκφράσει ο [[ασθενής]] όλες του τις σκέψεις, ιδέες ή εικόνες [[χωρίς]] καμία [[διάκριση]] και με αυθόρμητο τρόπο.
}}
}}