συνειρμός
ἴσον ἔχουσαν πατρὶ μένος καὶ ἐπίφρονα βουλήν (Hesiod, Theogony 896) → equal to her father in strength and in wise understanding (on Athena necklace)
English (LSJ)
ὁ, connection, τῶν λόγων Demetr.Eloc.180.
German (Pape)
[Seite 1011] ὁ, Verknüpfung, Zusammenhang, Demetr. Phaler.
Greek (Liddell-Scott)
συνειρμός: ὁ, τὸ συνείρειν, συνάφεια, ἀλληλουχία, συνένωσις, σύναψις, ἐπὶ λέξεων, ἐν τῷ συνειρμῷ τῶν λόγων Δημήτρ. Φαληρ. § 180.
Greek Monolingual
ὁ, ΝΑ συνείρω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συνείρω, σύναψη, συνάφεια
2. (για λέξεις) λογική συνάρτηση, αλληλουχία
νεοελλ.
1. (φιλοσ.-ψυχολ.) α) (κατά την κλασική αντίληψη) i) η επαναγωγή ή ανάπλαση στη συνείδηση του ανθρώπου, από μια δεδομένη παράσταση, ιδέα ή εμπειρία, την επάγουσα, μιας άλλης, της επαγόμενης, που έχει συνδεθεί κατά οποιονδήποτε τρόπο με την πρώτη
ii) η σύνδεση ή συσχέτιση, αυτή καθ' εαυτήν, μεταξύ τών παραστάσεων, ιδεών και εμπειριών, που αποτελεί και το υπόβαθρο της ανάπλασής τους στη συνείδηση
β) (πειραμ. ψυχολ.) περιγραφικός όρος που αντιστοιχεί στο γεγονός ότι η παρουσία μιας ορισμένης ψυχολογικής μονάδας, λ.χ. μιας λέξης ή αναπαράστασης, προκαλεί σε ένα άτομο την παραγωγή μιας ορισμένης μονάδας του ίδιου τύπου, όπως λ.χ. η εκφώνηση της λέξης τραπέζι από τον εξεταστή προκαλεί την απάντηση κάθισμα εκ μέρους του εξεταζομένου
2. φρ. α) «συνειρμός ιδεών»
i) (κατά την κλασική αντίληψη) συνειρμός κατά τον οποίο οι ιδέες εφέλκονται μεταξύ τους και διαδέχονται η μία την άλλη στους κόλπους της συνείδησης, δίχως την παρέμβαση της βούλησης, λόγω συνάφειας, αντίθεσης ή αυτόματης συσχέτισής τους
ii) (πειραμ. ψυχολ.) κατηγορία συνειρμών στην οποία οι εξεταζόμενες ψυχολογικές μονάδες είναι ιδέες
β) «λεκτικός συνειρμός»
(πειραμ. ψυχολ.) ιδιαίτερη κατηγορία συνειρμών στην οποία οι εξεταζόμενες ψυχολογικές μονάδες είναι λέξεις
γ) «ελεύθερος συνειρμός»
(ψυχανάλ.) κανόνας που συνίσταται στο να εκφράσει ο ασθενής όλες του τις σκέψεις, ιδέες ή εικόνες χωρίς καμία διάκριση και με αυθόρμητο τρόπο.