3,271,127
edits
m (LSJ1 replacement) |
|||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=fakelos | |Transliteration C=fakelos | ||
|Beta Code=fa/kelos | |Beta Code=fa/kelos | ||
|Definition=[ᾰ], ὁ, < | |Definition=[ᾰ], ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[bundle]], [[faggot]], [[φρυγάνων]], [[ῥάβδων]], [[Herodotus|Hdt.]]4.62,67; ξύλων E.''Cyc.''242; δονάκων Opp.''H.''4.419 ([[σφακέλους]] codd.); ὕλης Th.2.77; <b class="b3">οἱ φ. τῶν ῥάβδων</b>, = Lat. [[fasces]], D.C.53.1; also written φάκελλος [[Aristotle|Arist.]]''[[Metaphysics|Metaph.]]''1016a1 (but [[φάκελος]] codd. EJ and Alex.Aphr. and so all codd. in 1042b17), Aen.Tact.33.1, D.H.7.11, J.''AJ''5.7.4 ([[varia lectio|v.l.]] [[φακέλους]]), Polyaen.7.6.9, but the form [[φάκελος]] is corroborated by Phld.''Rh.''1.74 S., ''Edict.Diocl.''32.26, and required by the metre in E. and Opp. ll.cc.; distinguished from [[σφάκελος]] by Ptol.Asc.p.406 H.; cf. [[κομποφακελορρήμων]].<br><span class="bld">II</span> = [[φακιόλιον]], Phot., Suid. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1252.png Seite 1252]] ὁ, das Bündel; ξύλων Eur. Cycl. 241; Her. 4, 62. 67; auch φάκελλος geschrieben, Thuc. 2, 77; D. Hal. 7, 9. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1252.png Seite 1252]] ὁ, das Bündel; ξύλων Eur. Cycl. 241; Her. 4, 62. 67; auch φάκελλος geschrieben, Thuc. 2, 77; D. Hal. 7, 9. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />[[faisceau]], [[botte]], [[fagot]].<br />'''Étymologie:''' DELG pê apparenté à <i>lat.</i> [[fascis]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φάκελος''': [ᾰ], ὁ, [[δέσμη]], [[δεσμίς]], «δεμάτι», Λατιν. fasciculus, φρυγάνων, ῥάβδων Ἡρόδ. 4. 62, 67· ξύλων Εὐρ. Κύκλ. 242· ὕλης φάκελοι, fascines, Θουκυδ. 2. 77· φέρεται φάκελλος ἐν Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 6, 11. ΙΙ. = [[φακιόλιον]], «φάκελλος τὸ τῆς κεφαλῆς [[φόρεμα]], ὃ καὶ [[φακιόλιον]] λέγεται» Σουΐδ. ἐν λ. φάκελλος. | |lstext='''φάκελος''': [ᾰ], ὁ, [[δέσμη]], [[δεσμίς]], «δεμάτι», Λατιν. fasciculus, φρυγάνων, ῥάβδων Ἡρόδ. 4. 62, 67· ξύλων Εὐρ. Κύκλ. 242· ὕλης φάκελοι, fascines, Θουκυδ. 2. 77· φέρεται φάκελλος ἐν Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 6, 11. ΙΙ. = [[φακιόλιον]], «φάκελλος τὸ τῆς κεφαλῆς [[φόρεμα]], ὃ καὶ [[φακιόλιον]] λέγεται» Σουΐδ. ἐν λ. φάκελλος. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο, ΝΑ, και εσφ. Υρφ. φάκελλος, Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br />χάρτινη [[θήκη]] για [[επιστολή]] ή για [[έγγραφο]], η οποία κλείνει και μπορεί να σφραγιστεί<br /><b>2.</b> [[σύνολο]] εγγράφων που αναφέρονται σε ορισμένη [[υπόθεση]] («ο [[φάκελος]] της Κύπρου»)<br /><b>3.</b> το ιστορικό της πολιτικής, [[κυρίως]], δραστηριότητας ενός προσώπου, που υπάρχει στα αρχεία, [[ιδίως]] της αστυνομίας<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ταχυδρομικός]] [[φάκελος]]» — το [[σύνολο]] τών επιστολών και αντικειμένων που αποστέλλονται από ένα [[ταχυδρομείο]] σε [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δεσμίδα]], [[δεμάτι]] («φάκελοι ῥάβδων μεγάλοι», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. <i>φάκ</i>-<i>ελος</i> ( | |mltxt=<b>(I)</b><br />ο, ΝΑ, και εσφ. Υρφ. φάκελλος, Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br />χάρτινη [[θήκη]] για [[επιστολή]] ή για [[έγγραφο]], η οποία κλείνει και μπορεί να σφραγιστεί<br /><b>2.</b> [[σύνολο]] εγγράφων που αναφέρονται σε ορισμένη [[υπόθεση]] («ο [[φάκελος]] της Κύπρου»)<br /><b>3.</b> το ιστορικό της πολιτικής, [[κυρίως]], δραστηριότητας ενός προσώπου, που υπάρχει στα αρχεία, [[ιδίως]] της αστυνομίας<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ταχυδρομικός]] [[φάκελος]]» — το [[σύνολο]] τών επιστολών και αντικειμένων που αποστέλλονται από ένα [[ταχυδρομείο]] σε [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δεσμίδα]], [[δεμάτι]] («φάκελοι ῥάβδων μεγάλοι», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. <i>φάκ</i>-<i>ελος</i> ([[πρβλ]]. [[πύελος]], [[σκόπελος]]) και ο τ. [[σφάκελος]] (ΙΙ), ο [[οποίος]] αποτελεί πιθανότατα διαφορετική γρφ. του [[φάκελος]] (<b>βλ. λ.</b> [[σφάκελος]] [II]), θα μπορούσαν πιθ. να αναχθούν στο λατ. <i>fastis</i> «[[φάκελος]]» (<b>πρβλ.</b> και λ. [[φασκίς]]) ως [[εξής]]: λατ. <i>fastis</i> > <i>φασκ</i>-<i>ελος</i> > [[σφάκελος]], με [[μετάθεση]] του -<i>σ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[φάσκον]]: [[σφάκος]], νεοελλ. [[φάσκελο]] <span style="color: red;"><</span> [[σφάκελος]] [ΙΙ]) > [[φάκελος]] (για την ύπαρξη παρλλ. τ. με ή [[χωρίς]] αρκτικό <i>σ</i>-, <b>πρβλ.</b> [[σφαιρωτήρ]]: [[φαιρωτήρ]], [[σπέλεθος]]: [[πέλεθος]], και τα νεοελλ. [[φαλάγγι]][[ον]]: [[σφαλάγγι]]). Προβλήματα γεννά, [[ωστόσο]], η [[διαφορά]] σημ. τών λ. [[φάκελος]] και [[σφάκελος]] (ΙΙ) «το μεσαίο [[δάχτυλο]] του χεριού», η οποία, όμως, παρατηρείται και σε άλλες περιπτώσεις, <b>πρβλ.</b> [[φάλαγξ]] «κυλινδρικό [[κομμάτι]] ξύλου, [[στέλεχος]]» και «καθένα από τα [[τρία]] επιμήκη οστά τών δακτύλων», [[σκυτάλη]] «ξύλινη [[ράβδος]], [[ρόπαλο]] από [[ξύλο]]» και [[σκυταλίς]] «[[φάλαγγα]] τών δακτύλων». Η [[σύνδεση]], [[τέλος]], της λ. [[φάκελος]] με τον τ. [[σφάκελος]] (Ι) «[[γάγγραινα]]», [[παρά]] την μορφολογική [[ομοιότητα]], δεν θεωρείται πιθανή. Ορθή γρφ. της λ. [[είναι]] ο τ. [[φάκελος]], ενώ η γρφ. <i>φάκελλος</i> [[πρέπει]] να θεωρηθεί εσφ., [[μολονότι]] εμφανίζεται [[συχνά]] στη Νέα Ελληνική].<br /><b>(II)</b><br />ὁ, Α<br />([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «[[φάκελος]] τὸ τῆς κεφαλῆς [[φόρεμα]], ὁ καὶ [[φακιόλιον]] λέγεται».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. της λ. [[φακιόλιον]], με παρετυμολογική [[επίδραση]] της λ. [[φάκελος]] (Ι)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=φᾰ́κελος, ὁ,<br />a [[bundle]], [[fagot]], Lat. [[fasciculus]], Hdt., Eur.; ὕλης φάκελοι fascines, Thuc. | ||
}} | }} | ||
{{FriskDe | {{FriskDe | ||
|ftr='''φάκελος''': {phákelos}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': [[Bündel]] (Hdt., Th., E. ''Kyk''. 242, Arist., hell. u.sp.); ὁλοφάκε[λος] Adj. ‘ein ganzes (unzerbrochenes) Bündel | |ftr='''φάκελος''': {phákelos}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': [[Bündel]] (Hdt., Th., E. ''Kyk''. 242, Arist., hell. u.sp.); ὁλοφάκε[λος] Adj. ‘ein ganzes (unzerbrochenes) Bündel bildend' (Pap. II<sup>p</sup>).<br />'''Etymology''': Bildung wie [[πύελος]], [[σκόπελος]] u.a. (Chantraine Form. 244), ohne Etymologie. Fick GGA 1894, 247 und Solmsen Wortforsch. 7 A. 2 vergleichen zögernd [[σφάκελος]] ("das Zusammengezogene, Zusammengeschnürte"). Vgl. [[φάσκωλος]] und W.-Hofmann s. ''fascis''.<br />'''Page''' 2,984 | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=ἤ φάκελλος (=[[δεμάτι]]). Ἴσως νά συγγενεύει μέ τό [[σφάκελος]] (=[[σφαδασμός]]) ἤ μέ τό [[φάσκωλος]] (=[[σακούλα]]). | |||
}} | }} |