φάκελος

From LSJ

Λίαν φιλῶν σεαυτὸν οὐχ ἕξεις φίλον → Amans sui ipse nimis amicu'st nemini → Wer allzu sehr sich selbst liebt, findet keinen Freund

Menander, Monostichoi, 310
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φᾰ́κελος Medium diacritics: φάκελος Low diacritics: φάκελος Capitals: ΦΑΚΕΛΟΣ
Transliteration A: phákelos Transliteration B: phakelos Transliteration C: fakelos Beta Code: fa/kelos

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ,
A bundle, faggot, φρυγάνων, ῥάβδων, Hdt.4.62,67; ξύλων E.Cyc.242; δονάκων Opp.H.4.419 (σφακέλους codd.); ὕλης Th.2.77; οἱ φ. τῶν ῥάβδων, = Lat. fasces, D.C.53.1; also written φάκελλος Arist.Metaph.1016a1 (but φάκελος codd. EJ and Alex.Aphr. and so all codd. in 1042b17), Aen.Tact.33.1, D.H.7.11, J.AJ5.7.4 (v.l. φακέλους), Polyaen.7.6.9, but the form φάκελος is corroborated by Phld.Rh.1.74 S., Edict.Diocl.32.26, and required by the metre in E. and Opp. ll.cc.; distinguished from σφάκελος by Ptol.Asc.p.406 H.; cf. κομποφακελορρήμων.
II = φακιόλιον, Phot., Suid.

German (Pape)

[Seite 1252] ὁ, das Bündel; ξύλων Eur. Cycl. 241; Her. 4, 62. 67; auch φάκελλος geschrieben, Thuc. 2, 77; D. Hal. 7, 9.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
faisceau, botte, fagot.
Étymologie: DELG pê apparenté à lat. fascis.

Greek (Liddell-Scott)

φάκελος: [ᾰ], ὁ, δέσμη, δεσμίς, «δεμάτι», Λατιν. fasciculus, φρυγάνων, ῥάβδων Ἡρόδ. 4. 62, 67· ξύλων Εὐρ. Κύκλ. 242· ὕλης φάκελοι, fascines, Θουκυδ. 2. 77· φέρεται φάκελλος ἐν Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 6, 11. ΙΙ. = φακιόλιον, «φάκελλος τὸ τῆς κεφαλῆς φόρεμα, ὃ καὶ φακιόλιον λέγεται» Σουΐδ. ἐν λ. φάκελλος.

Greek Monolingual

(I)
ο, ΝΑ, και εσφ. Υρφ. φάκελλος, Ν
νεοελλ.
χάρτινη θήκη για επιστολή ή για έγγραφο, η οποία κλείνει και μπορεί να σφραγιστεί
2. σύνολο εγγράφων που αναφέρονται σε ορισμένη υπόθεση («ο φάκελος της Κύπρου»)
3. το ιστορικό της πολιτικής, κυρίως, δραστηριότητας ενός προσώπου, που υπάρχει στα αρχεία, ιδίως της αστυνομίας
4. φρ. «ταχυδρομικός φάκελος» — το σύνολο τών επιστολών και αντικειμένων που αποστέλλονται από ένα ταχυδρομείο σε άλλο
αρχ.
δεσμίδα, δεμάτι («φάκελοι ῥάβδων μεγάλοι», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. φάκ-ελος (πρβλ. πύελος, σκόπελος) και ο τ. σφάκελος (ΙΙ), ο οποίος αποτελεί πιθανότατα διαφορετική γρφ. του φάκελος (βλ. λ. σφάκελος [II]), θα μπορούσαν πιθ. να αναχθούν στο λατ. fastis «φάκελος» (πρβλ. και λ. φασκίς) ως εξής: λατ. fastis > φασκ-ελος > σφάκελος, με μετάθεση του -σ- (πρβλ. φάσκον: σφάκος, νεοελλ. φάσκελο < σφάκελος [ΙΙ]) > φάκελος (για την ύπαρξη παρλλ. τ. με ή χωρίς αρκτικό σ-, πρβλ. σφαιρωτήρ: φαιρωτήρ, σπέλεθος: πέλεθος, και τα νεοελλ. φαλάγγιον: σφαλάγγι). Προβλήματα γεννά, ωστόσο, η διαφορά σημ. τών λ. φάκελος και σφάκελος (ΙΙ) «το μεσαίο δάχτυλο του χεριού», η οποία, όμως, παρατηρείται και σε άλλες περιπτώσεις, πρβλ. φάλαγξ «κυλινδρικό κομμάτι ξύλου, στέλεχος» και «καθένα από τα τρία επιμήκη οστά τών δακτύλων», σκυτάλη «ξύλινη ράβδος, ρόπαλο από ξύλο» και σκυταλίς «φάλαγγα τών δακτύλων». Η σύνδεση, τέλος, της λ. φάκελος με τον τ. σφάκελος (Ι) «γάγγραινα», παρά την μορφολογική ομοιότητα, δεν θεωρείται πιθανή. Ορθή γρφ. της λ. είναι ο τ. φάκελος, ενώ η γρφ. φάκελλος πρέπει να θεωρηθεί εσφ., μολονότι εμφανίζεται συχνά στη Νέα Ελληνική].
(II)
ὁ, Α
(κατά το λεξ. Σούδα) «φάκελος τὸ τῆς κεφαλῆς φόρεμα, ὁ καὶ φακιόλιον λέγεται».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. φακιόλιον, με παρετυμολογική επίδραση της λ. φάκελος (Ι)].

Greek Monotonic

φάκελος: [ᾰ], ὁ, δέσμη, δέμα, Λατ. fasciculus, σε Ηρόδ., Ευρ.· ὕλης φάκελοι, Λατ. fascines, σε Θουκ.

Middle Liddell

φᾰ́κελος, ὁ,
a bundle, fagot, Lat. fasciculus, Hdt., Eur.; ὕλης φάκελοι fascines, Thuc.

Frisk Etymology German

φάκελος: {phákelos}
Grammar: m.
Meaning: Bündel (Hdt., Th., E. Kyk. 242, Arist., hell. u.sp.); ὁλοφάκε[λος] Adj. ‘ein ganzes (unzerbrochenes) Bündel bildend' (Pap. IIp).
Etymology: Bildung wie πύελος, σκόπελος u.a. (Chantraine Form. 244), ohne Etymologie. Fick GGA 1894, 247 und Solmsen Wortforsch. 7 A. 2 vergleichen zögernd σφάκελος ("das Zusammengezogene, Zusammengeschnürte"). Vgl. φάσκωλος und W.-Hofmann s. fascis.
Page 2,984

Mantoulidis Etymological

ἤ φάκελλος (=δεμάτι). Ἴσως νά συγγενεύει μέ τό σφάκελος (=σφαδασμός) ἤ μέ τό φάσκωλος (=σακούλα).