3,271,295
edits
(1ba) |
|||
(24 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lekani | |Transliteration C=lekani | ||
|Beta Code=leka/nh | |Beta Code=leka/nh | ||
|Definition=[ | |Definition=[ᾰ], ἡ, ([[λέκος]]) [[dish]], [[pot]], [[pan]], Ar.''Nu.''907, ''V.''600, al., ''PGrenf.''1.14 (ii B.C.), etc.; [[basin]], IG42(1).122.57 (Epid., iv B.C.); [[hod]], [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''840, 1143, ''IG''22.1672.184; cf. [[λακάνη]]:—Dim. [[λεκανίδιον]], τό, Poll.10.84, Eust.1402.16: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0027.png Seite 27]] ἡ, dor. [[λακάνη]] (vgl. [[λέκος]]), Schüssel, Becken, Wanne, Ar. Av. 1142 Nubb. 906; vgl. Ath. V, 197 b XI, 458 c u. Sp., wie Pol. 22, 11, 10. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0027.png Seite 27]] ἡ, dor. [[λακάνη]] (vgl. [[λέκος]]), Schüssel, Becken, Wanne, Ar. Av. 1142 Nubb. 906; vgl. Ath. V, 197 b XI, 458 c u. Sp., wie Pol. 22, 11, 10. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />[[bassin]], [[baquet]].<br />'''Étymologie:''' [[λέκος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λεκάνη:''' (ᾰ) ἡ [[таз]], [[лохань]] Arph., Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λεκάνη''': [ᾰ], ἡ, ([[λέκος]]) [[πινάκιον]], [[ἀγγεῖον]], [[λεκάνη]], «λεγένι», Ἀριστοφ. Νεφ. 907, Σφ. 600, κ. ἀλλ.· ἐν Ὄρν. 840, σημαίνει [[σκαφίδιον]] τῶν κτιστῶν, «πηλοφόρι», πρβλ. 1143· - [[λακάνη]] ἐν τῇ [[κοινῇ]] διαλέκτῳ, «τὸ μὲν κοινὸν [[λακάνη]]... τὸ δὲ Ἀττικὸν [[λεκάνη]]» Σουΐδ. - Ἐντεῦθεν τὰ ὑποκορ. λεκᾰνίς, ἡ, Πλούτ. 2. 828Α, Λουκ. Ἔρωτες 39· λεκάνιον, τό, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1110, Πολύζ. ἐν «Δημοτυνδάρῳ» 4, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 4· λεκανίσκη, ἡ, Ἀριστοφ. Ἀποσπάσ. 637, Τηλεκλείδ. ἐν «Ἀμφικτύοσι» 1. 11· λεκᾰνίδιον, τό, | |lstext='''λεκάνη''': [ᾰ], ἡ, ([[λέκος]]) [[πινάκιον]], [[ἀγγεῖον]], [[λεκάνη]], «λεγένι», Ἀριστοφ. Νεφ. 907, Σφ. 600, κ. ἀλλ.· ἐν Ὄρν. 840, σημαίνει [[σκαφίδιον]] τῶν κτιστῶν, «πηλοφόρι», πρβλ. 1143· - [[λακάνη]] ἐν τῇ [[κοινῇ]] διαλέκτῳ, «τὸ μὲν κοινὸν [[λακάνη]]... τὸ δὲ Ἀττικὸν [[λεκάνη]]» Σουΐδ. - Ἐντεῦθεν τὰ ὑποκορ. λεκᾰνίς, ἡ, Πλούτ. 2. 828Α, Λουκ. Ἔρωτες 39· λεκάνιον, τό, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1110, Πολύζ. ἐν «Δημοτυνδάρῳ» 4, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 4· λεκανίσκη, ἡ, Ἀριστοφ. Ἀποσπάσ. 637, Τηλεκλείδ. ἐν «Ἀμφικτύοσι» 1. 11· λεκᾰνίδιον, τό, Πολυδ. Ι΄, 84, Εὐστ. 1402. 16. - Ἐν Ἐπιγρ. Ἀθηνῶν (Ἐφημ. Ἀρχ. β΄ περ. 438) εὕρηται λεκάνου [[ψυκτήρ]]. | ||
}} | }} | ||
{{eles | {{eles | ||
Line 23: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[λεκάνη]])<br />βαθύ και πλατύστομο [[δοχείο]], κυκλικού [[συνήθως]] σχήματος, που χρησιμοποιείται για [[πλύσιμο]] τών χεριών ή τών ποδιών ή για διάφορες ανάγκες του σπιτιού<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> λαξευτή [[πέτρα]] σε [[σχήμα]] σκάφης [[κάτω]] από [[βρύση]] ή [[κοντά]] σε [[βρύση]] ή [[πηγάδι]], που χρησιμοποιείται για το [[πότισμα]] ζώων, [[γούρνα]]<br /><b>2.</b> λαξευτό [[μάρμαρο]] ή [[σκάφη]] σε [[ελαιοτριβείο]], όπου ρέει το [[λάδι]]<br /><b>3.</b> [[δοχείο]] πήλινο ή πορσελάνινο που τοποθετείται στα αποχωρητήρια για τις φυσικές ανάγκες του ανθρώπου<br /><b>4.</b> [[λεκανοπέδιο]]<br /><b>5.</b> κλειστή, [[τελείως]] ή εν μέρει, [[θάλασσα]] (α. «η [[λεκάνη]] της Κασπίας» β. «η [[λεκάνη]] της Μεσογείου»)<br /><b>6.</b> <b>ανατ.</b> [[σύνολο]] τεσσάρων οστών, δηλ. τών δύο ανώνυμων, του ιερού και του κόκκυγα, που σχηματίζουν [[κοιλότητα]] στο κατώτερο [[τμήμα]] του κορμού, στον οποίο χρησιμεύουν ως [[βάση]], προσφέροντας [[επίσης]] [[στήριγμα]] στα [[κάτω]] [[άκρα]], αλλ. [[πύελος]]<br /><b>7.</b> <b>(μεταλργ.)</b> βασικό [[τμήμα]] μεταλλουργικών καμίνων, το οποίο έχει [[σχήμα]] κόλουρου κώνου με τη [[μεγάλη]] [[βάση]] [[προς]] τα [[κάτω]], αλλ. [[φάρυγγας]]<br /><b>8.</b> το κύριο [[σώμα]] της ναυπηγικής δεξαμενής και ειδικότερα το κατώτερο [[τμήμα]] της [[πλωτής]] δεξαμενής<br /><b>9.</b> <b>ωκεαν.</b> θαλάσσια [[περιοχή]] η οποία χαρακτηρίζεται από μια ιδιαίτερη [[δραστηριότητα]] μετασχηματισμού τών υδάτινων μαζών (α. «[[λεκάνη]] αραίωσης» β. «[[λεκάνη]] συγκέντρωσης»)<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> «[[λεκάνη]] απορροής»<br /><b>γεωλ.</b> [[περιοχή]] της οποίας τα επιφανειακά ύδατα αποστραγγίζονται σε ένα ποτάμιο [[σύστημα]] και η οποία ορίζεται από υδροκριτικές γραμμές, αλλ. [[λεκάνη]] αποστράγγισης<br />(αρχ) μικρή [[σκάφη]] τών κτιστών, [[πηλοφόρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. [[λεκάνη]] εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>άνη</i> ( | |mltxt=η (AM [[λεκάνη]])<br />βαθύ και πλατύστομο [[δοχείο]], κυκλικού [[συνήθως]] σχήματος, που χρησιμοποιείται για [[πλύσιμο]] τών χεριών ή τών ποδιών ή για διάφορες ανάγκες του σπιτιού<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> λαξευτή [[πέτρα]] σε [[σχήμα]] σκάφης [[κάτω]] από [[βρύση]] ή [[κοντά]] σε [[βρύση]] ή [[πηγάδι]], που χρησιμοποιείται για το [[πότισμα]] ζώων, [[γούρνα]]<br /><b>2.</b> λαξευτό [[μάρμαρο]] ή [[σκάφη]] σε [[ελαιοτριβείο]], όπου ρέει το [[λάδι]]<br /><b>3.</b> [[δοχείο]] πήλινο ή πορσελάνινο που τοποθετείται στα αποχωρητήρια για τις φυσικές ανάγκες του ανθρώπου<br /><b>4.</b> [[λεκανοπέδιο]]<br /><b>5.</b> κλειστή, [[τελείως]] ή εν μέρει, [[θάλασσα]] (α. «η [[λεκάνη]] της Κασπίας» β. «η [[λεκάνη]] της Μεσογείου»)<br /><b>6.</b> <b>ανατ.</b> [[σύνολο]] τεσσάρων οστών, δηλ. τών δύο ανώνυμων, του ιερού και του κόκκυγα, που σχηματίζουν [[κοιλότητα]] στο κατώτερο [[τμήμα]] του κορμού, στον οποίο χρησιμεύουν ως [[βάση]], προσφέροντας [[επίσης]] [[στήριγμα]] στα [[κάτω]] [[άκρα]], αλλ. [[πύελος]]<br /><b>7.</b> <b>(μεταλργ.)</b> βασικό [[τμήμα]] μεταλλουργικών καμίνων, το οποίο έχει [[σχήμα]] κόλουρου κώνου με τη [[μεγάλη]] [[βάση]] [[προς]] τα [[κάτω]], αλλ. [[φάρυγγας]]<br /><b>8.</b> το κύριο [[σώμα]] της ναυπηγικής δεξαμενής και ειδικότερα το κατώτερο [[τμήμα]] της [[πλωτής]] δεξαμενής<br /><b>9.</b> <b>ωκεαν.</b> θαλάσσια [[περιοχή]] η οποία χαρακτηρίζεται από μια ιδιαίτερη [[δραστηριότητα]] μετασχηματισμού τών υδάτινων μαζών (α. «[[λεκάνη]] αραίωσης» β. «[[λεκάνη]] συγκέντρωσης»)<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> «[[λεκάνη]] απορροής»<br /><b>γεωλ.</b> [[περιοχή]] της οποίας τα επιφανειακά ύδατα αποστραγγίζονται σε ένα ποτάμιο [[σύστημα]] και η οποία ορίζεται από υδροκριτικές γραμμές, αλλ. [[λεκάνη]] αποστράγγισης<br />(αρχ) μικρή [[σκάφη]] τών κτιστών, [[πηλοφόρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. [[λεκάνη]] εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>άνη</i> ([[πρβλ]]. [[οὐράνη]], [[σκαπάνη]]). Μαρτυρείται και παρλλ. τ. [[λέκος]] (<i>τὸ</i>), [[πρβλ]]. [[ἕρκος]]: [[ἑρκάνη]], [[στέφος]]: [[στεφάνη]]. Συνδέονται με λατ. <i>lanx</i> και έχει επιχειρηθεί [[αναγωγή]] τους σε ΙΕ [[ρίζα]] (<i>e</i>)<i>leq</i>- «[[κάμπτω]]», στην οποία ανάγονται πιθ. και οι τ. [[λοξός]] και [[λέχριος]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λατ. λ. [[είναι]] δάνεια.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[λεκανίς]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λεκανίδιον]], [[λεκάνιον]], [[λεκανίσκη]], [[λέκανος]], [[λεκάριον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λεκάνειος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[λεκανοειδής]], <i>λεκανομαντ</i>(<i>ε</i>)<i>ία</i>, [[λεκανομάντης]] (-<i>όμαντις</i>), [[λεκανοσκοπία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λεκανόπωλις]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λεκανοπέτρινον]], [[λεκανόπουλον]] <b>νεοελλ.</b> [[λεκανοπέδιο]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λεκάνη:''' [ᾰ], ἡ, = [[λέκος]], σε Αριστοφ.· [[πηλοφόρι]], στον ίδ. | |lsmtext='''λεκάνη:''' [ᾰ], ἡ, = [[λέκος]], σε Αριστοφ.· [[πηλοφόρι]], στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: [[basin]], [[dish]] (Ar., inscr., pap.)<br />Other forms: hell. | |etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: [[basin]], [[dish]] (Ar., inscr., pap.)<br />Other forms: hell. [[λακάνη]] (with regressive assimilation, <b class="b3">-ίσκη</b> H.)<br />Derivatives: <b class="b3">λεκάν-ιον</b> (Ar.), <b class="b3">-ίδιον</b> (Poll., Eust.), <b class="b3">-ίς</b> f. (Ar., Plu., Luc.), <b class="b3">-ίσκη</b> f. (com.). Also [[λέκος]] n. <b class="b2">id.</b> (Hippon.) with [[λεκάριον]] (hell.), [[λεκίς]] f. (Epich.), <b class="b3">-ίσκος</b> m. (Hp.) <b class="b2">id.</b>; <b class="b3">-ίσκιον</b> as measure (Hp.).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: With [[λεκάνη]] cf. [[πατάνη]], [[οὑράνη]] a. other names of utensils in <b class="b3">-άνη</b>, <b class="b3">-ανον</b> in Chantraine Form. 197ff., Schwyzer 489f.; beside it [[λέκος]] as [[ἄγγος]]; [[λέκος]]: [[λεκάνη]] like [[στέφος]]: [[στεφάνη]], [[ἕρκος]]: [[ἑρκάνη]] (late; s. on [[ἕρκος]]). - Connections outside Greek are uncertain; usually [[λέκος]], [[λεκάνη]] together with Lat. [[lanx]] [[dish]] are as *lowering, bending inward' derived from a great group of words from [[bend]], [[bow]] (IE (<b class="b2">*el-ek-</b>), with also [[λοξός]] and [[λέχριος]] (s. vv.); s. WP. 1, 157f., Pok. 308, W.-Hofmann s. [[lanx]]; this is certainly wong, as the word is Pre-Greek; thus Ernout-Meillet s. [[lanx]]. - From [[λεκάνη]] Arab. [[leken]], Osm. [[lejen]] > NGr. <b class="b3">τὸ λεγένι</b> [[bowl]], [[dish]], ORuss. [[legin]] [[kind of vase]]; Maidhof Glotta 10,13, Vasmer Wb. s. v. (cf. also on <b class="b2">lochánь</b>). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=λεκᾰ́νη, ἡ, = [[λέκος]], Ar.]<br />a hod, Ar. | ||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''λεκάνη''': {lekánē}<br />'''Forms''': hell. [[λακάνη]] (mit regressiver Assimilation, -ίσκη H.)<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[Mulde]], [[Schüssel]] (Ar., Inschr., Pap.)<br />'''Derivative''': mit [[λεκάνιον]] (Ar. u. a.), -ίδιον (Poll.,Eust.), -ίς f. (Ar., Plu., Luk.), -ίσκη f. (Kom.). —Daneben [[λέκος]] n. ib. (Hippon. u. a.) mit [[λεκάριον]] (hell. u. sp.), [[λεκίς]] f. (Epich. u. a.), -ίσκος m. (Hp.) ib.; -ίσκιον als Maßbenennung (Hp.).<br />'''Etymology''': Zu [[λεκάνη]] vgl. [[πατάνη]], [[οὐράνη]] u. andere Gerätenamen auf -άνη, -ανον bei Chantraine Form. 197ff., Schwyzer 489f.; daneben [[λέκος]] wie [[ἄγγος]]; [[λέκος]]: [[λεκάνη]] wie [[στέφος]]: [[στεφάνη]], [[ἕρκος]]: [[ἑρκάνη]] (spät; s. zu [[ἕρκος]]). — Auswärtige Beziehungen sind unsicher; gewöhnlich werden [[λέκος]], [[λεκάνη]] mitsamt lat. ''lanx'' [[Schüssel]], [[Schale]] als *Vertiefung, Einbiegung’ zu einer großen Gruppe Wörter für [[biegen]] (idg. (''e'')''leq''-) gestellt, wozu u.a. auch [[λοξός]] und [[λέχριος]] (s. dd.) gehören sollen; s. WP. 1, 157f., Pok. 308, W.-Hofmann s. ''lanx''. Für mittelmeerländischen Ursprung Ernout-Meillet s. ''lanx''. — Aus [[λεκάνη]] arab. ''leken'', osm. ''lejen'' > ngr. τὸ λεγένι [[Becken]], [[Schale]], aruss. ''legin'' [[Art Gefäß]]; Maidhof Glotta 10,13, Vasmer Wb. s. v. (vgl. auch zu ''lochánь'').<br />'''Page''' 2,103 | |||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[dish]] | |||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=Ἀπό τό [[λέχος]] (=[[πιάτο]]). | |||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=ἡ [[plato]] gener. nuevo ὑπόθες αὐτῷ ἐν λεκάνῃ καινῇ ὀστρακίνῃ λύχνον καινὸν ἐξημμένον <b class="b3">pon debajo, en un plato nuevo de cerámica, una lámpara nueva encendida</b> P IV 66 βαλὼν ἐν καινῇ λεκάνῃ ἀρχὴν πεπέρεως <b class="b3">pon en un plato nuevo un grano de pimienta</b> P LXIII 13 σκέψῃ διὰ λεκάνης αὐτόπτου <b class="b3">lo verás a través de un plato de visión directa</b> P IV 162 λαβὼν ἄγγος χαλκοῦν, ἢ λεκάνην ... βάλε ὕδωρ <b class="b3">toma un recipiente de bronce o un plato y échale agua</b> P IV 224 | |||
}} | }} |