3,271,372
edits
mNo edit summary |
|||
(23 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oikodomikos | |Transliteration C=oikodomikos | ||
|Beta Code=oi)kodomiko/s | |Beta Code=oi)kodomiko/s | ||
|Definition= | |Definition=οἰκοδομική, οἰκοδομικόν,<br><span class="bld">A</span> [[skilled in building]], Id.''R.''333b, Plot.1.6.3; τὸ οἰκοδομικόν Pl.''Chrm.''170c, Arist.''Ph.''196b26: ἡ [[οἰκοδομική]] (''[[sc.]]'' [[τέχνη]]) the [[art of building]], [[architecture]], Pl.''Chrm.''l.c., ''Grg.'' 514b, ''R.''346d, al.; so τὰ οἰκοδομικά Id.''Grg.''514a (but [[τὰ οἰκοδομικά]] the [[built parts]] of a house, opp. [[λεπτουργικά]] and [[χρηστικά]], ''SIG''880.65 (ii/iii A.D.)). Adv. [[οἰκοδομικῶς]] Poll.7.117.<br><span class="bld">II</span> [[fit for building]], ὕλη [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 5.7.1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> [[qui concerne les constructions]] ; ἡ οἰκοδομική ([[τέχνη]]) PLAT l'art de bâtir, l'architecture;<br /><b>2</b> [[habile à bâtir]] ; ὁ [[οἰκοδομικός]], architecte <i>ou</i> maçon.<br />'''Étymologie:''' [[οἰκοδόμος]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ή, όν, <i>zum [[Hausbau]] [[gehörig]]</i>; ἡ οἰκοδομική, ''[[sc.]]'' [[τέχνη]], <i>die [[Baukunst]]</i>, Plat. <i>Rep</i>. I.346d, <i>Polit</i>. 288d; Arist. <i>Eth</i>. 10.4.1; auch [[ὕλη]], <i>[[Material]] dazu</i>, Theophr.; ὁ, <i>der [[Maurer]]</i>, Plat. <i>Rep</i>. I.333b. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''οἰκοδομικός:'''<br /><b class="num">I</b> [[домостроительный]] (ἔργα Arst.).<br /><b class="num">II</b> ὁ [[строитель]], [[зодчий]] Plat., Arst. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''οἰκοδομικός''': -ή, -όν, ὁ [[ἔμπειρος]] εἰς τὸ οἰκοδομεῖν, Πλάτ. Χαρμ. 170C· ἡ οἰκοδομικὴ (ἐξυπακ. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] τοῦ οἰκοδομεῖν, ἡ ἀρχιτεκτονική, Πλάτ. [[αὐτόθι]], Γοργ. 514Β, Πολ. 346D, κ. ἀλλ.· οὕτω, τὰ οἰκοδομικὰ ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 514Α· ― Ἐπίρρ. -κῶς, | |lstext='''οἰκοδομικός''': -ή, -όν, ὁ [[ἔμπειρος]] εἰς τὸ οἰκοδομεῖν, Πλάτ. Χαρμ. 170C· ἡ οἰκοδομικὴ (ἐξυπακ. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] τοῦ οἰκοδομεῖν, ἡ ἀρχιτεκτονική, Πλάτ. [[αὐτόθι]], Γοργ. 514Β, Πολ. 346D, κ. ἀλλ.· οὕτω, τὰ οἰκοδομικὰ ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 514Α· ― Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Ζ΄, 117. ΙΙ. πρὸς οἰκοδόμησιν [[πρόσφορος]], [[κατάλληλος]], ὕλη Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 7, 1. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[οἰκοδομικός]], -ή, -όν) | |mltxt=-ή, -ό (Α [[οἰκοδομικός]], -ή, -όν) [[οικοδόμος]] (Ι)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[οικοδομή]] ή στον οικοδόμο (α. «οικοδομικές επιχειρήσεις» β. «οἰκοδομικὰ ἔργα», πάπ.)<br /><b>2.</b> αυτός που χρησιμοποιείται για την [[ανέγερση]] οικοδομής, [[κατάλληλος]] για οικοδομήσεις («οικοδομικά υλικά»)<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η οικοδομική</i>- οι τεχνικές και οι εργασίες που έχουν ως αντικείμενό τους τη [[μελέτη]] και [[κατασκευή]] τών κτηρίων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από οικοδομές («[[οικοδομικός]] [[χώρος]]»)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα οικοδομικά</i><br />τα έξοδα που απαιτούνται για την [[ανέγερση]] οικοδομής<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «οικοδομική [[γραμμή]]» — το όριο του οικοδομικού τετραγώνου που ορίζεται από το ρυμοτομικό [[σχέδιο]] [[προς]] την [[πλευρά]] του κοινόχρηστου χώρου [[μέχρι]] το οποίο επιτρέπεται η [[δόμηση]]<br />β) «οικοδομικό [[σύστημα]]» — [[σύστημα]] με το οποίο ανεγείρονται οι οικοδομές σε μία [[πόλη]] ή σε έναν οικισμό<br />γ) «οικοδομικό [[τετράγωνο]]» — [[κάθε]] δομήσιμη ενιαία [[έκταση]] που βρίσκεται [[μέσα]] στο εγκεκριμένο ρυμοτομικό [[σχέδιο]] ή [[μέσα]] στα όρια του οικισμού και περιβάλλεται από κοινόχρηστους χώρους, [[δηλαδή]] δρόμους ή πλατείες<br />δ) «[[γενικός]] [[οικοδομικός]] [[κανονισμός]]» — [[σύνολο]] διατάξεων οι οποίες θεσπίζονται με νόμο και καθορίζουν τις προϋποθέσεις και τους περιορισμούς για την [[εκτέλεση]] [[κάθε]] κατασκευής [[εντός]] ή [[εκτός]] σχεδίου [[πόλεων]] ή οικισμών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[έμπειρος]] για [[οικοδόμηση]] («χρησιμώτερός τε καὶ [[ἀμείνων]] κοινωνὸς τοῦ οἰκοδομικοῦ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ οἰκοδομικόν</i><br />α) η [[ικανότητα]] για [[οικοδόμηση]]<br />β) η [[ικανότητα]] για [[διαπαιδαγώγηση]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τα κτισμένα τμήματα μιας οικίας, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα λειτουργικά και χρηστικά. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>οικοδομικώς</i> (Α οἰκοδομικῶς)<br />σε [[σχέση]] με την οικοδομική [[τέχνη]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''οἰκοδομικός:''' -ή, -όν ([[οἰκοδόμος]]), εξασκημένος ή [[ικανός]] στο [[χτίσιμο]], σε Πλάτ.· <i>ἡ -κή</i> (ενν. [[τέχνη]]), η [[τέχνη]] του χτισίματος, η [[αρχιτεκτονική]], στον ίδ.· ομοίως, <i>τὰ οἰκοδομικά</i>, στον ίδ. | |lsmtext='''οἰκοδομικός:''' -ή, -όν ([[οἰκοδόμος]]), εξασκημένος ή [[ικανός]] στο [[χτίσιμο]], σε Πλάτ.· <i>ἡ -κή</i> (ενν. [[τέχνη]]), η [[τέχνη]] του χτισίματος, η [[αρχιτεκτονική]], στον ίδ.· ομοίως, <i>τὰ οἰκοδομικά</i>, στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=[[οἰκοδομικός]], ή, όν [[οἰκοδόμος]]<br />[[practised]] or [[skilful]] in [[building]], Plat.: ἡ -κή (''[[sc.]]'' τέχνἠ, the art of [[building]], [[architecture]], Plat.; so, τὰ οἰκοδομικά Plat. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{trml | ||
| | |trtx====[[bricklayer]]=== | ||
Afrikaans: messelaar; Arabic: بَنَّاء بِالْقِرْمِيد, بَنَّاء; Armenian: որմնադիր, պատշար; Azerbaijani: bənna; Basque: igeltsero; Belarusian: муляр; Catalan: paleta; Chinese Mandarin: 磚匠/砖匠, 砌磚工/砌砖工, 瓦工; Czech: zedník; Danish: murer; Dutch: [[metselaar]]; Estonian: müürsepp; Finnish: muurari; French: [[maçon]]; Georgian: კალატოზი; German: [[Maurer]], [[Maurerin]]; Greek: [[χτίστης]], [[κτίστης]]; Ancient Greek: [[πλινθοβόλος]], [[λιθολόγος]], [[οἰκοδομικός]], [[περικόπτης]]; Gujarati: કડિયો; Hungarian: kőműves; Irish: bríceadóir, brícléir; Italian: [[muratore]]; Japanese: 煉瓦職人; Khmer: កម្មករធ្វើឥដ្ឋ; Korean: 석공(石工); Latin: [[caementarius]]; Lithuanian: mūrininkas, mūrininkė; Macedonian: ѕидар; Mingrelian: ორსატი; Norwegian Bokmål: murer; Persian: والادگر, بنا; Polish: murarz; Portuguese: [[pedreiro]]; Romanian: zidar, pietrar; Russian: [[каменщик]]; Spanish: [[albañil]]; Svan: ჴელუ̂ა̈ნ, გალტუ̂ეზ; Swedish: murare; Turkish: duvarcı; Ukrainian: каменяр, муляр; Vietnamese: thợ hồ, thợ nề; Welsh: briciwr, gosodwr brics; West Frisian: mitselder | |||
}} | }} |