οἰκοδομικός
τὸ δανείζεσθαι τῆς ἐσχάτης ἀφροσύνης καὶ μαλακίας ἐστίν → being in debt is a mark of extreme folly and moral weakness (Plutarch, On Avoiding Debt 829F3)
English (LSJ)
οἰκοδομική, οἰκοδομικόν,
A skilled in building, Id.R.333b, Plot.1.6.3; τὸ οἰκοδομικόν Pl.Chrm.170c, Arist.Ph.196b26: ἡ οἰκοδομική (sc. τέχνη) the art of building, architecture, Pl.Chrm.l.c., Grg. 514b, R.346d, al.; so τὰ οἰκοδομικά Id.Grg.514a (but τὰ οἰκοδομικά the built parts of a house, opp. λεπτουργικά and χρηστικά, SIG880.65 (ii/iii A.D.)). Adv. οἰκοδομικῶς Poll.7.117.
II fit for building, ὕλη Thphr. HP 5.7.1.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui concerne les constructions ; ἡ οἰκοδομική (τέχνη) PLAT l'art de bâtir, l'architecture;
2 habile à bâtir ; ὁ οἰκοδομικός, architecte ou maçon.
Étymologie: οἰκοδόμος.
German (Pape)
ή, όν, zum Hausbau gehörig; ἡ οἰκοδομική, sc. τέχνη, die Baukunst, Plat. Rep. I.346d, Polit. 288d; Arist. Eth. 10.4.1; auch ὕλη, Material dazu, Theophr.; ὁ, der Maurer, Plat. Rep. I.333b.
Russian (Dvoretsky)
οἰκοδομικός:
I домостроительный (ἔργα Arst.).
II ὁ строитель, зодчий Plat., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκοδομικός: -ή, -όν, ὁ ἔμπειρος εἰς τὸ οἰκοδομεῖν, Πλάτ. Χαρμ. 170C· ἡ οἰκοδομικὴ (ἐξυπακ. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ οἰκοδομεῖν, ἡ ἀρχιτεκτονική, Πλάτ. αὐτόθι, Γοργ. 514Β, Πολ. 346D, κ. ἀλλ.· οὕτω, τὰ οἰκοδομικὰ ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 514Α· ― Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Ζ΄, 117. ΙΙ. πρὸς οἰκοδόμησιν πρόσφορος, κατάλληλος, ὕλη Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 7, 1.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α οἰκοδομικός, -ή, -όν) οικοδόμος (Ι)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οικοδομή ή στον οικοδόμο (α. «οικοδομικές επιχειρήσεις» β. «οἰκοδομικὰ ἔργα», πάπ.)
2. αυτός που χρησιμοποιείται για την ανέγερση οικοδομής, κατάλληλος για οικοδομήσεις («οικοδομικά υλικά»)
3. το θηλ. ως ουσ. η οικοδομική- οι τεχνικές και οι εργασίες που έχουν ως αντικείμενό τους τη μελέτη και κατασκευή τών κτηρίων
νεοελλ.
1. αυτός που αποτελείται από οικοδομές («οικοδομικός χώρος»)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα οικοδομικά
τα έξοδα που απαιτούνται για την ανέγερση οικοδομής
3. φρ. α) «οικοδομική γραμμή» — το όριο του οικοδομικού τετραγώνου που ορίζεται από το ρυμοτομικό σχέδιο προς την πλευρά του κοινόχρηστου χώρου μέχρι το οποίο επιτρέπεται η δόμηση
β) «οικοδομικό σύστημα» — σύστημα με το οποίο ανεγείρονται οι οικοδομές σε μία πόλη ή σε έναν οικισμό
γ) «οικοδομικό τετράγωνο» — κάθε δομήσιμη ενιαία έκταση που βρίσκεται μέσα στο εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο ή μέσα στα όρια του οικισμού και περιβάλλεται από κοινόχρηστους χώρους, δηλαδή δρόμους ή πλατείες
δ) «γενικός οικοδομικός κανονισμός» — σύνολο διατάξεων οι οποίες θεσπίζονται με νόμο και καθορίζουν τις προϋποθέσεις και τους περιορισμούς για την εκτέλεση κάθε κατασκευής εντός ή εκτός σχεδίου πόλεων ή οικισμών
αρχ.
1. (για πρόσ.) έμπειρος για οικοδόμηση («χρησιμώτερός τε καὶ ἀμείνων κοινωνὸς τοῦ οἰκοδομικοῦ», Πλάτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ οἰκοδομικόν
α) η ικανότητα για οικοδόμηση
β) η ικανότητα για διαπαιδαγώγηση
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κτισμένα τμήματα μιας οικίας, σε αντιδιαστολή προς τα λειτουργικά και χρηστικά.
επίρρ...
οικοδομικώς (Α οἰκοδομικῶς)
σε σχέση με την οικοδομική τέχνη.
Greek Monotonic
οἰκοδομικός: -ή, -όν (οἰκοδόμος), εξασκημένος ή ικανός στο χτίσιμο, σε Πλάτ.· ἡ -κή (ενν. τέχνη), η τέχνη του χτισίματος, η αρχιτεκτονική, στον ίδ.· ομοίως, τὰ οἰκοδομικά, στον ίδ.
Middle Liddell
οἰκοδομικός, ή, όν οἰκοδόμος
practised or skilful in building, Plat.: ἡ -κή (sc. τέχνἠ, the art of building, architecture, Plat.; so, τὰ οἰκοδομικά Plat.
Translations
bricklayer
Afrikaans: messelaar; Arabic: بَنَّاء بِالْقِرْمِيد, بَنَّاء; Armenian: որմնադիր, պատշար; Azerbaijani: bənna; Basque: igeltsero; Belarusian: муляр; Catalan: paleta; Chinese Mandarin: 磚匠/砖匠, 砌磚工/砌砖工, 瓦工; Czech: zedník; Danish: murer; Dutch: metselaar; Estonian: müürsepp; Finnish: muurari; French: maçon; Georgian: კალატოზი; German: Maurer, Maurerin; Greek: χτίστης, κτίστης; Ancient Greek: πλινθοβόλος, λιθολόγος, οἰκοδομικός, περικόπτης; Gujarati: કડિયો; Hungarian: kőműves; Irish: bríceadóir, brícléir; Italian: muratore; Japanese: 煉瓦職人; Khmer: កម្មករធ្វើឥដ្ឋ; Korean: 석공(石工); Latin: caementarius; Lithuanian: mūrininkas, mūrininkė; Macedonian: ѕидар; Mingrelian: ორსატი; Norwegian Bokmål: murer; Persian: والادگر, بنا; Polish: murarz; Portuguese: pedreiro; Romanian: zidar, pietrar; Russian: каменщик; Spanish: albañil; Svan: ჴელუ̂ა̈ნ, გალტუ̂ეზ; Swedish: murare; Turkish: duvarcı; Ukrainian: каменяр, муляр; Vietnamese: thợ hồ, thợ nề; Welsh: briciwr, gosodwr brics; West Frisian: mitselder