αντεραστής: Difference between revisions
From LSJ
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
(4) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (θηλυκό αντεράστρια, η) (Α [[ἀντεραστής]])<br />[[ερωτικός]] [[αντίζηλος]]. | |mltxt=αντεραστής, ο (θηλυκό αντεράστρια, η) (Α [[ἀντεραστής]])<br />[[ερωτικός]] [[αντίζηλος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:50, 4 November 2023
Greek Monolingual
αντεραστής, ο (θηλυκό αντεράστρια, η) (Α ἀντεραστής)
ερωτικός αντίζηλος.