ὑπακοή: Difference between revisions

130 bytes removed ,  23 November 2023
m
Text replacement - " N. T." to " N.T."
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " N. T." to " N.T.")
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypakoi
|Transliteration C=ypakoi
|Beta Code=u(pakoh/
|Beta Code=u(pakoh/
|Definition=ἡ, (ὑπακούω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[obedience]], Ep.Rom.5.19, <span class="bibl"><span class="title">PMasp.</span>159.24</span> (vi A.D.); [[answer to prayer]], <span class="bibl">LXX <span class="title">2 Ki.</span>22.36</span>.</span>
|Definition=ἡ, ([[ὑπακούω]]) [[obedience]], Ep.Rom.5.19, ''PMasp.''159.24 (vi A.D.); [[answer to prayer]], [[LXX]] ''2 Ki.''22.36.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1181.png Seite 1181]] ἡ, Gehorsam, N. T.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1181.png Seite 1181]] ἡ, Gehorsam, [[NT|N.T.]]
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />[[obéissance]], [[soumission]].<br />'''Étymologie:''' [[ὑπακούω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπακοή:''' ἡ [[послушание]], [[повиновение]] NT.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπᾰκοή''': ἡ, ([[ὑπακούω]]) Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. ε΄, 19, Ἐκκλ. 2) ἐπῳδὸς ἢ [[χορός]], Μεθόδ. 208C, Ἀθαν. ΙΙΙ, 37Β, Χρυσ. V, 131Β. 3) Ἐν τῇ Λειτουργικῇ ὑπακοὴ κανόνος [[εἶναι]] [[τροπάριον]] ἀναγινωσκόμενον ἢ ᾀδόμενον ἐν τῷ τέλει τῆς τρίτης ᾠδῆς τοῦ κανόνος, [ὡς φαίνεται ἀρχικῶς ἡ ὑπακοὴ ἐλέγετο ἢ ἐψάλλετο ἐν τῷ ναῷ ὑπὸ τοῦ λαοῦ καὶ οὐχὶ ὑπὸ ἀναγνώστου ἢ τοῦ ψάλτου].
|lstext='''ὑπᾰκοή''': ἡ, ([[ὑπακούω]]) Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. ε΄, 19, Ἐκκλ. 2) ἐπῳδὸς ἢ [[χορός]], Μεθόδ. 208C, Ἀθαν. ΙΙΙ, 37Β, Χρυσ. V, 131Β. 3) Ἐν τῇ Λειτουργικῇ ὑπακοὴ κανόνος [[εἶναι]] [[τροπάριον]] ἀναγινωσκόμενον ἢ ᾀδόμενον ἐν τῷ τέλει τῆς τρίτης ᾠδῆς τοῦ κανόνος, [ὡς φαίνεται ἀρχικῶς ἡ ὑπακοὴ ἐλέγετο ἢ ἐψάλλετο ἐν τῷ ναῷ ὑπὸ τοῦ λαοῦ καὶ οὐχὶ ὑπὸ ἀναγνώστου ἢ τοῦ ψάλτου].
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />obéissance, soumission.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπακούω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=ὑπακοῆς, ἡ (from [[ὑπακούω]], [[which]] [[see]]), [[obedience]], [[compliance]], [[submission]] (opposed to [[παρακοή]]): [[absolutely]], [[εἰς]] ὑπακοήν, [[unto]] [[obedience]] i. e. to [[obey]], Winer s Grammar, 612 (569); Buttmann, § 151,28d.); [[obedience]] rendered to anyone's counsels: [[with]] a [[subject]]. genitive, τῆς πίστεως ([[see]] [[πίστις]], 1b. α., p. 513 b), τῆς ἀληθείας, [[τοῦ]] Χριστοῦ, [[ἁμαρτία]], τέκνα ὑπακοῆς, i. e. ὑπηκωι, [[ὑπακοή]] [[ὑμῶν]], i. e. contextually, the [[report]] [[concerning]] [[your]] [[obedience]], Sept., [[except]] in Aq. we [[find]] ὁ [[ἐπί]] ὑπακοήν τίνος, Vulg. qui alicui est a secretis, [[where]] it bears its [[primary]] and [[proper]] [[signification]] of listening; [[see]] [[ὑπακούω]].)
|txtha=ὑπακοῆς, ἡ (from [[ὑπακούω]], [[which]] [[see]]), [[obedience]], [[compliance]], [[submission]] (opposed to [[παρακοή]]): [[absolutely]], εἰς ὑπακοήν, [[unto]] [[obedience]] i. e. to [[obey]], Winer's Grammar, 612 (569); Buttmann, § 151,28d.); [[obedience]] rendered to anyone's counsels: [[with]] a [[subject]]. genitive, τῆς πίστεως ([[see]] [[πίστις]], 1b. α., p. 513 b), τῆς ἀληθείας, τοῦ Χριστοῦ, [[ἁμαρτία]], τέκνα ὑπακοῆς, i. e. ὑπηκωι, [[ὑπακοή]] [[ὑμῶν]], i. e. contextually, the [[report]] [[concerning]] [[your]] [[obedience]], Sept., [[except]] in Aq. we [[find]] ὁ [[ἐπί]] ὑπακοήν τίνος, Vulg. qui alicui est a secretis, [[where]] it bears its [[primary]] and [[proper]] [[signification]] of listening; [[see]] [[ὑπακούω]].)
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[ὑπακοή]], ΝΜΑ [[υπακούω]]<br /><b>1.</b> το να υπακούει [[κανείς]], [[ευπείθεια]] (α. «[[υπακοή]] στους νόμους» β. «διὰ τῆς ὑπακοῆς τοῡ ἐνὸς δίκαιοι κατασταθήσονται οἱ πολλοί», ΚΔ)<br /><b>2.</b> <b>εκκλ.</b> τροπάριο που αναγιγνώσκεται ή ψάλλεται στο [[τέλος]] της τρίτης ωδής του κανόνος, αλλ. [[υπακοή]] κανόνος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(ψυχολ.)</b> η [[συμμόρφωση]] [[προς]] τους κανόνες και τις επιταγές<br /><b>2.</b> (κοινων.-ψυχολ.) η [[μεταβολή]] μιας πεποίθησης ή ενός τρόπου συμπεριφοράς ως [[απόκριση]] στην [[πίεση]] που πηγάζει από μια [[μορφή]] εξουσίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επωδός]] ή [[χορός]]<br /><b>2.</b> [[απάντηση]] σε [[προσευχή]].
|mltxt=η / [[ὑπακοή]], ΝΜΑ [[υπακούω]]<br /><b>1.</b> το να υπακούει [[κανείς]], [[ευπείθεια]] (α. «[[υπακοή]] στους νόμους» β. «διὰ τῆς ὑπακοῆς τοῦ ἐνὸς δίκαιοι κατασταθήσονται οἱ πολλοί», ΚΔ)<br /><b>2.</b> <b>εκκλ.</b> τροπάριο που αναγιγνώσκεται ή ψάλλεται στο [[τέλος]] της τρίτης ωδής του κανόνος, αλλ. [[υπακοή]] κανόνος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(ψυχολ.)</b> η [[συμμόρφωση]] [[προς]] τους κανόνες και τις επιταγές<br /><b>2.</b> (κοινων.-ψυχολ.) η [[μεταβολή]] μιας πεποίθησης ή ενός τρόπου συμπεριφοράς ως [[απόκριση]] στην [[πίεση]] που πηγάζει από μια [[μορφή]] εξουσίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επωδός]] ή [[χορός]]<br /><b>2.</b> [[απάντηση]] σε [[προσευχή]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπᾰκοή:''' ἡ ([[ὑπακούω]]), [[υπακοή]], [[πειθαρχία]] σε [[κάτι]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ὑπᾰκοή:''' ἡ ([[ὑπακούω]]), [[υπακοή]], [[πειθαρχία]] σε [[κάτι]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπακοή:''' ἡ послушание, повиновение NT.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj