ὑπακοή
ἔργον δ' οὐδὲν ὄνειδος, ἀεργίη δέ τ' ὄνειδος → work is no disgrace, but idleness is disgrace | work is no disgrace, but idleness is | work is no disgrace; it is idleness which is a disgrace | work is no disgrace; the disgrace is idleness | work is no disgrace, not working is a disgrace | work is no shame, it is idleness that is shame | there is no shame in work, shame is in idleness
English (LSJ)
ἡ, (ὑπακούω) obedience, Ep.Rom.5.19, PMasp.159.24 (vi A.D.); answer to prayer, LXX 2 Ki.22.36.
German (Pape)
[Seite 1181] ἡ, Gehorsam, N.T.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
obéissance, soumission.
Étymologie: ὑπακούω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπακοή: ἡ послушание, повиновение NT.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπᾰκοή: ἡ, (ὑπακούω) Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. ε΄, 19, Ἐκκλ. 2) ἐπῳδὸς ἢ χορός, Μεθόδ. 208C, Ἀθαν. ΙΙΙ, 37Β, Χρυσ. V, 131Β. 3) Ἐν τῇ Λειτουργικῇ ὑπακοὴ κανόνος εἶναι τροπάριον ἀναγινωσκόμενον ἢ ᾀδόμενον ἐν τῷ τέλει τῆς τρίτης ᾠδῆς τοῦ κανόνος, [ὡς φαίνεται ἀρχικῶς ἡ ὑπακοὴ ἐλέγετο ἢ ἐψάλλετο ἐν τῷ ναῷ ὑπὸ τοῦ λαοῦ καὶ οὐχὶ ὑπὸ ἀναγνώστου ἢ τοῦ ψάλτου].
English (Strong)
from ὑπακούω; attentive hearkening, i.e. (by implication) compliance or submission: obedience, (make) obedient, obey(-ing).
English (Thayer)
ὑπακοῆς, ἡ (from ὑπακούω, which see), obedience, compliance, submission (opposed to παρακοή): absolutely, εἰς ὑπακοήν, unto obedience i. e. to obey, Winer's Grammar, 612 (569); Buttmann, § 151,28d.); obedience rendered to anyone's counsels: with a subject. genitive, τῆς πίστεως (see πίστις, 1b. α., p. 513 b), τῆς ἀληθείας, τοῦ Χριστοῦ, ἁμαρτία, τέκνα ὑπακοῆς, i. e. ὑπηκωι, ὑπακοή ὑμῶν, i. e. contextually, the report concerning your obedience, Sept., except in Aq. we find ὁ ἐπί ὑπακοήν τίνος, Vulg. qui alicui est a secretis, where it bears its primary and proper signification of listening; see ὑπακούω.)
Greek Monolingual
η / ὑπακοή, ΝΜΑ υπακούω
1. το να υπακούει κανείς, ευπείθεια (α. «υπακοή στους νόμους» β. «διὰ τῆς ὑπακοῆς τοῦ ἐνὸς δίκαιοι κατασταθήσονται οἱ πολλοί», ΚΔ)
2. εκκλ. τροπάριο που αναγιγνώσκεται ή ψάλλεται στο τέλος της τρίτης ωδής του κανόνος, αλλ. υπακοή κανόνος
νεοελλ.
1. (ψυχολ.) η συμμόρφωση προς τους κανόνες και τις επιταγές
2. (κοινων.-ψυχολ.) η μεταβολή μιας πεποίθησης ή ενός τρόπου συμπεριφοράς ως απόκριση στην πίεση που πηγάζει από μια μορφή εξουσίας
αρχ.
1. επωδός ή χορός
2. απάντηση σε προσευχή.
Greek Monotonic
ὑπᾰκοή: ἡ (ὑπακούω), υπακοή, πειθαρχία σε κάτι, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
ὑπᾰκοή, ἡ, ὑπακούω
obedience, NTest.
Chinese
原文音譯:Øpako» 虛普阿可誒
詞類次數:名詞(15)
原文字根:在下-聽見(著) 相當於: (יָתַן / נָתַן)
字義溯源:留心傾聽,順,順從,順命,順服;源自(ὑπακούω)=聽從),由(ὑπό)*=被)與(ἀκουστός / ἀκούω)*=聽見)組成
出現次數:總共(15);羅(7);林後(3);門(1);來(1);彼前(3)
譯字彙編:
1) 順服(8) 羅1:5; 羅15:18; 羅16:19; 林後7:15; 林後10:5; 林後10:6; 門1:21; 彼前1:2;
2) 順從(4) 羅5:19; 羅16:26; 來5:8; 彼前1:22;
3) 順從的(2) 羅6:16; 彼前1:14;
4) 順(1) 羅6:16