ψελλίζω: Difference between revisions

m
Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''"
(1b)
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=psellizo
|Transliteration C=psellizo
|Beta Code=yelli/zw
|Beta Code=yelli/zw
|Definition=(ψελλός) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">falter in speech, speak inarticulately</b>, like a child, ψ. καὶ τραυλίζουσι <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>536b8</span>:—so in Med., <span class="bibl">Pl.<span class="title">Grg.</span>485b</span>, <span class="bibl">485c</span>; <b class="b3">ψελλίζονται καὶ τραυλίζουσι</b> (<b class="b3">-ονται</b> Bonitz), τοῦτο δ' ἐστὶν ἔνδεια τῶν γραμμάτων <span class="bibl">Arist.<span class="title">PA</span>660a26</span>; ψελλιζόμενος τὴν Ἑλλάδα φωνήν <span class="bibl">Hld.8.15</span>: metaph., of Empedocles and the early philosophers, <b class="b2">speak indistinctly</b>, ἃ ψελλίζεται λέγων Ἐμπεδοκλῆς <span class="bibl">Arist.<span class="title">Metaph.</span>985a5</span>; <b class="b3">ψελλιζομένῃ ἔοικεν ἡ πρώτη φιλοσοφία περὶ πάντων</b> ib.<span class="bibl">993a15</span>; of metals, <b class="b2">hesitate</b> to alloy, <span class="bibl">Id.<span class="title">GC</span>328b9</span>:—Act. is later in this sense, used of Aristotle, Phld.<span class="title">Rh.</span>2.51S. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> metaph., <b class="b3">ψελλιζόμενος ἐς τὰ πολεμικά</b>, of a boy soldier, <span class="bibl">Philostr.<span class="title">Her.</span>19.2</span>.</span>
|Definition=([[ψελλός]])<br><span class="bld">A</span> [[falter in speech]], [[speak inarticulately]], like a child, ψ. καὶ τραυλίζουσι [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''536b8:—so in Med., [[Plato|Pl.]]''[[Gorgias|Grg.]]'' 485b, 485c; <b class="b3">ψελλίζονται καὶ τραυλίζουσι</b> (-ονται Bonitz), τοῦτο δ' ἐστὶν ἔνδεια τῶν γραμμάτων [[Aristotle|Arist.]]''[[De Partibus Animalium|PA]]''660a26; ψελλιζόμενος τὴν Ἑλλάδα φωνήν Hld.8.15: metaph., of Empedocles and the early philosophers, [[speak indistinctly]], ἃ ψελλίζεται λέγων Ἐμπεδοκλῆς [[Aristotle|Arist.]]''[[Metaphysics|Metaph.]]''985a5; <b class="b3">ψελλιζομένῃ ἔοικεν ἡ πρώτη φιλοσοφία περὶ πάντων</b> ib.993a15; of metals, [[hesitate]] to alloy, Id.''GC''328b9:—Act. is later in this sense, used of Aristotle, Phld.''Rh.''2.51S.<br><span class="bld">2</span> metaph., <b class="b3">ψελλιζόμενος ἐς τὰ πολεμικά</b>, of a boy soldier, Philostr.''Her.''19.2.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1393.png Seite 1393]] 1) lallen, stammeln, stottern, mit der Zunge anstoßen, lispeln, καὶ τραυλίζειν Arist. H. A. 4, 9; τὴν φωνήν Heliod. 8, 15; auch im med., Plat. Gorg. 485 c; vgl. Arist. partt. an. 2, 17; auch übtr. = dunkel sprechen, vom Empedokles metaph. 1, 4. 10. – 2) übtr., ψελλίζειν τὴν βάσιν, stolpern, straucheln, mit dem Fuß anstoßen, Heliod. 9, 11. – Allgemein, Arist. gen. anim. 1, 10 ἔνια γὰρ ψελλίζεται πρὸς ἄλληλα τῶν ὄντων καὶ ἐπαμφοτερίζει.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1393.png Seite 1393]] 1) lallen, stammeln, stottern, mit der Zunge anstoßen, lispeln, καὶ τραυλίζειν Arist. H. A. 4, 9; τὴν φωνήν Heliod. 8, 15; auch im med., Plat. Gorg. 485 c; vgl. Arist. partt. an. 2, 17; auch übtr. = dunkel sprechen, vom Empedokles metaph. 1, 4. 10. – 2) übtr., ψελλίζειν τὴν βάσιν, stolpern, straucheln, mit dem Fuß anstoßen, Heliod. 9, 11. – Allgemein, Arist. gen. anim. 1, 10 ἔνια γὰρ ψελλίζεται πρὸς ἄλληλα τῶν ὄντων καὶ ἐπαμφοτερίζει.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''ψελλίζω''': μέλλ. -ίσω (ψελλὸς) [[μετὰ]] δυσχερείας ἀρθρώνω τὰς λέξεις, ὁμιλῶ ὡς [[παιδίον]], ψελλίζειν καὶ τραυλίζειν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 17· ἡ ψελλίζουσα [[γλῶσσα]], ἐπὶ τοῦ Δημοσθένους, Λιβάν. 4. σ. 319· - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Πλάτ. Γοργ. 485B, C· ψελλίζονται καὶ τραυλίζονται, τοῦτο δ’ ἐστὶν [[ἔνδεια]] τῶν γραμμάτων Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 17, 3· ψελλιζόμενος τὴν Ἑλλάδα φωνὴν Ἡλιόδ. 8. 15· μεταφορ., ἐπὶ τοῦ Ἐμπεδοκλέους καὶ τῶν ἀρχαιοτάτων φιλοσόφων, ὁμιλῶ ἀσαφῶς, σκοτεινῶς, ἂ ψελλίζεται Ἐμπεδοκλὴς λέγων Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ, 1. 4, 3· ψελλιζομένη ἔοικεν ἡ πρώτη [[φιλοσοφία]] περὶ πάντων [[αὐτόθι]] 1. 10, 2, πρβλ. π. Γεν. κ. Φθορ. 1. 10, 15. 2) μεταφορ., καὶ [[ἐῴκει]] ψελλιζομένῳ ἐς τὰ πολεμικὰ, περὶ τοῦ Ἀχιλλέως ὃν ἀνέτρεφεν ὁ Χείρων ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων εἰς τὰ πολεμικὰ, Φιλόστρ. 730.
|btext=<i>seul. prés.</i><br />[[mal prononcer]].<br />'''Étymologie:''' [[ψελλός]].
}}
{{elnl
|elnltext=ψελλίζω [ψελλός] meestal med. brabbelen.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=<i>seul. prés.</i><br />mal prononcer.<br />'''Étymologie:''' [[ψελλός]].
|elrutext='''ψελλίζω:''' [[чаще]] med.<br /><b class="num">1</b> [[невнятно произносить]], [[страдать косноязычием]] Plat., Arst., Plut.;<br /><b class="num">2</b> неясно, т. е. туманно выражаться (περί τινος Arst.): ἃ ψελλίζεται λέγων [[Ἐμπεδοκλῆς]] Arst. то, что туманно говорит Эмпедокл.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΑ [[ψελλός]]<br />[[προφέρω]] δύσκολα τις λέξεις, δυσκολεύομαι να μιλήσω λόγω φυσικού ελαττώματος<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μιλώ]] σαστισμένα, [[κομπιάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για νήπια) [[αρθρώνω]] τις πρώτες λέξεις («τὸ μὲν γὰρ πρῶτον [[ὅλως]] οὐδὲ λαλοῡμεν [[οὐδέν]], [[εἶτα]] ὀψέποτε ψελλίζομεν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> δυσκολεύομαι στην [[εκφώνηση]] συμφωνικών συμπλεγμάτων («ψελλίζειν καὶ τραυλίζειν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[μιλώ]] κάνοντας γλωσσικά σφάλματα<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> (για τον Εμπεδοκλή <b>κ.ά.</b>) [[εκθέτω]] [[κάτι]] με ασαφή ή ακατάληπτο τρόπο<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> <i>ψελλίζομαι</i><br />α) (για [[μέταλλο]]) αναμιγνύομαι δύσκολα με άλλα μέταλλα<br />β) <b>μτφ.</b> διδάσκομαι [[κάτι]] για πρώτη [[φορά]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «ἡ ψελλίζουσα [[γλώσσα]]» — [[προσωνυμία]] του Δημοσθένους <b>(Λιβάν.)</b>.
|mltxt=ΝΑ [[ψελλός]]<br />[[προφέρω]] δύσκολα τις λέξεις, δυσκολεύομαι να μιλήσω λόγω φυσικού ελαττώματος<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μιλώ]] σαστισμένα, [[κομπιάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για νήπια) [[αρθρώνω]] τις πρώτες λέξεις («τὸ μὲν γὰρ πρῶτον [[ὅλως]] οὐδὲ λαλοῦμεν [[οὐδέν]], [[εἶτα]] ὀψέποτε ψελλίζομεν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> δυσκολεύομαι στην [[εκφώνηση]] συμφωνικών συμπλεγμάτων («ψελλίζειν καὶ τραυλίζειν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[μιλώ]] κάνοντας γλωσσικά σφάλματα<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> (για τον Εμπεδοκλή <b>κ.ά.</b>) [[εκθέτω]] [[κάτι]] με ασαφή ή ακατάληπτο τρόπο<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> <i>ψελλίζομαι</i><br />α) (για [[μέταλλο]]) αναμιγνύομαι δύσκολα με άλλα μέταλλα<br />β) <b>μτφ.</b> διδάσκομαι [[κάτι]] για πρώτη [[φορά]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «ἡ ψελλίζουσα [[γλώσσα]]» — [[προσωνυμία]] του Δημοσθένους <b>(Λιβάν.)</b>.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ψελλίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i> ([[ψελλός]]), [[τραυλίζω]] στο λόγο, [[μιλώ]] με κακή [[άρθρωση]], είμαι [[βραδύγλωσσος]]· ομοίως στη Μέσ., σε Πλάτ., Αριστ.
|lsmtext='''ψελλίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i> ([[ψελλός]]), [[τραυλίζω]] στο λόγο, [[μιλώ]] με κακή [[άρθρωση]], είμαι [[βραδύγλωσσος]]· ομοίως στη Μέσ., σε Πλάτ., Αριστ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''ψελλίζω:''' чаще med.<br /><b class="num">1)</b> невнятно произносить, страдать косноязычием Plat., Arst., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> неясно, т. е. туманно выражаться (περί τινος Arst.): ἃ ψελλίζεται λέγων [[Ἐμπεδοκλῆς]] Arst. то, что туманно говорит Эмпедокл.
|lstext='''ψελλίζω''': μέλλ. -ίσω (ψελλὸς) μετὰ δυσχερείας ἀρθρώνω τὰς λέξεις, ὁμιλῶ ὡς [[παιδίον]], ψελλίζειν καὶ τραυλίζειν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 17· ἡ ψελλίζουσα [[γλῶσσα]], ἐπὶ τοῦ Δημοσθένους, Λιβάν. 4. σ. 319· - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Πλάτ. Γοργ. 485B, C· ψελλίζονται καὶ τραυλίζονται, τοῦτο δ’ ἐστὶν [[ἔνδεια]] τῶν γραμμάτων Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 17, 3· ψελλιζόμενος τὴν Ἑλλάδα φωνὴν Ἡλιόδ. 8. 15· μεταφορ., ἐπὶ τοῦ Ἐμπεδοκλέους καὶ τῶν ἀρχαιοτάτων φιλοσόφων, ὁμιλῶ ἀσαφῶς, σκοτεινῶς, ἂ ψελλίζεται Ἐμπεδοκλὴς λέγων Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ, 1. 4, 3· ψελλιζομένη ἔοικεν ἡ πρώτη [[φιλοσοφία]] περὶ πάντων [[αὐτόθι]] 1. 10, 2, πρβλ. π. Γεν. κ. Φθορ. 1. 10, 15. 2) μεταφορ., καὶ [[ἐῴκει]] ψελλιζομένῳ ἐς τὰ πολεμικὰ, περὶ τοῦ Ἀχιλλέως ὃν ἀνέτρεφεν ὁ Χείρων ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων εἰς τὰ πολεμικὰ, Φιλόστρ. 730.
}}
{{elnl
|elnltext=ψελλίζω [ψελλός] meestal med. brabbelen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ψελλίζω]], [[ψελλός]]<br />to [[falter]] in [[speech]], [[speak]] [[inarticulately]]:—so in Mid., Plat., Arist.
|mdlsjtxt=[[ψελλίζω]], [[ψελλός]]<br />to [[falter]] in [[speech]], [[speak]] [[inarticulately]]:—so in Mid., Plat., Arist.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=ἀρθρώνω μέ [[δυσκολία]] τίς λέξεις, μιλῶ σάν παιδί). Ἀπό τό [[ψελλός]] (=αὐτός πού δέν μπορεῖ νά προφέρει μερικά γράμματα ἤ συλλαβές, τσεβδός). Πιθανόν νά πρόκειται γιά ἠχοποίητη λέξη. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[ψέλλισμα]], [[ψελλισμός]], [[ψελλιστής]], [[ψελλότης]].
}}
}}