ψελλίζω
οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty
English (LSJ)
(ψελλός)
A falter in speech, speak inarticulately, like a child, ψ. καὶ τραυλίζουσι Arist.HA536b8:—so in Med., Pl.Grg. 485b, 485c; ψελλίζονται καὶ τραυλίζουσι (-ονται Bonitz), τοῦτο δ' ἐστὶν ἔνδεια τῶν γραμμάτων Arist.PA660a26; ψελλιζόμενος τὴν Ἑλλάδα φωνήν Hld.8.15: metaph., of Empedocles and the early philosophers, speak indistinctly, ἃ ψελλίζεται λέγων Ἐμπεδοκλῆς Arist.Metaph.985a5; ψελλιζομένῃ ἔοικεν ἡ πρώτη φιλοσοφία περὶ πάντων ib.993a15; of metals, hesitate to alloy, Id.GC328b9:—Act. is later in this sense, used of Aristotle, Phld.Rh.2.51S.
2 metaph., ψελλιζόμενος ἐς τὰ πολεμικά, of a boy soldier, Philostr.Her.19.2.
German (Pape)
[Seite 1393] 1) lallen, stammeln, stottern, mit der Zunge anstoßen, lispeln, καὶ τραυλίζειν Arist. H. A. 4, 9; τὴν φωνήν Heliod. 8, 15; auch im med., Plat. Gorg. 485 c; vgl. Arist. partt. an. 2, 17; auch übtr. = dunkel sprechen, vom Empedokles metaph. 1, 4. 10. – 2) übtr., ψελλίζειν τὴν βάσιν, stolpern, straucheln, mit dem Fuß anstoßen, Heliod. 9, 11. – Allgemein, Arist. gen. anim. 1, 10 ἔνια γὰρ ψελλίζεται πρὸς ἄλληλα τῶν ὄντων καὶ ἐπαμφοτερίζει.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
mal prononcer.
Étymologie: ψελλός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψελλίζω [ψελλός] meestal med. brabbelen.
Russian (Dvoretsky)
ψελλίζω: чаще med.
1 невнятно произносить, страдать косноязычием Plat., Arst., Plut.;
2 неясно, т. е. туманно выражаться (περί τινος Arst.): ἃ ψελλίζεται λέγων Ἐμπεδοκλῆς Arst. то, что туманно говорит Эмпедокл.
Greek Monolingual
ΝΑ ψελλός
προφέρω δύσκολα τις λέξεις, δυσκολεύομαι να μιλήσω λόγω φυσικού ελαττώματος
νεοελλ.
μιλώ σαστισμένα, κομπιάζω
αρχ.
1. (για νήπια) αρθρώνω τις πρώτες λέξεις («τὸ μὲν γὰρ πρῶτον ὅλως οὐδὲ λαλοῦμεν οὐδέν, εἶτα ὀψέποτε ψελλίζομεν», Αριστοτ.)
2. δυσκολεύομαι στην εκφώνηση συμφωνικών συμπλεγμάτων («ψελλίζειν καὶ τραυλίζειν», Αριστοτ.)
3. μιλώ κάνοντας γλωσσικά σφάλματα
4. μτφ. (για τον Εμπεδοκλή κ.ά.) εκθέτω κάτι με ασαφή ή ακατάληπτο τρόπο
5. παθ. ψελλίζομαι
α) (για μέταλλο) αναμιγνύομαι δύσκολα με άλλα μέταλλα
β) μτφ. διδάσκομαι κάτι για πρώτη φορά
6. φρ. «ἡ ψελλίζουσα γλώσσα» — προσωνυμία του Δημοσθένους (Λιβάν.).
Greek Monotonic
ψελλίζω: μέλ. -ίσω (ψελλός), τραυλίζω στο λόγο, μιλώ με κακή άρθρωση, είμαι βραδύγλωσσος· ομοίως στη Μέσ., σε Πλάτ., Αριστ.
Greek (Liddell-Scott)
ψελλίζω: μέλλ. -ίσω (ψελλὸς) μετὰ δυσχερείας ἀρθρώνω τὰς λέξεις, ὁμιλῶ ὡς παιδίον, ψελλίζειν καὶ τραυλίζειν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 17· ἡ ψελλίζουσα γλῶσσα, ἐπὶ τοῦ Δημοσθένους, Λιβάν. 4. σ. 319· - οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Πλάτ. Γοργ. 485B, C· ψελλίζονται καὶ τραυλίζονται, τοῦτο δ’ ἐστὶν ἔνδεια τῶν γραμμάτων Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 17, 3· ψελλιζόμενος τὴν Ἑλλάδα φωνὴν Ἡλιόδ. 8. 15· μεταφορ., ἐπὶ τοῦ Ἐμπεδοκλέους καὶ τῶν ἀρχαιοτάτων φιλοσόφων, ὁμιλῶ ἀσαφῶς, σκοτεινῶς, ἂ ψελλίζεται Ἐμπεδοκλὴς λέγων Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ, 1. 4, 3· ψελλιζομένη ἔοικεν ἡ πρώτη φιλοσοφία περὶ πάντων αὐτόθι 1. 10, 2, πρβλ. π. Γεν. κ. Φθορ. 1. 10, 15. 2) μεταφορ., καὶ ἐῴκει ψελλιζομένῳ ἐς τὰ πολεμικὰ, περὶ τοῦ Ἀχιλλέως ὃν ἀνέτρεφεν ὁ Χείρων ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων εἰς τὰ πολεμικὰ, Φιλόστρ. 730.
Middle Liddell
ψελλίζω, ψελλός
to falter in speech, speak inarticulately:—so in Mid., Plat., Arist.
Mantoulidis Etymological
(=ἀρθρώνω μέ δυσκολία τίς λέξεις, μιλῶ σάν παιδί). Ἀπό τό ψελλός (=αὐτός πού δέν μπορεῖ νά προφέρει μερικά γράμματα ἤ συλλαβές, τσεβδός). Πιθανόν νά πρόκειται γιά ἠχοποίητη λέξη. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ψέλλισμα, ψελλισμός, ψελλιστής, ψελλότης.