3,270,824
edits
(1b) |
|||
(21 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=schistos | |Transliteration C=schistos | ||
|Beta Code=sxisto/s | |Beta Code=sxisto/s | ||
|Definition= | |Definition=σχιστή, σχιστόν, ([[σχίζω]])<br><span class="bld">A</span> [[cloven]], [[divided]], κέλευθος A.''Fr.''173; ὁδός [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Tyrannus|OT]]''733, E.''Ph.''38; ἄντυξ Id.''Rh.''373 (lyr.); <b class="b3">λίνον σ.</b> [[lint]], Hp.''Nat.Mul.''53 (but cf. 4 infr.); <b class="b3">πέρκη σ.</b> a [[split]] perch, Antiph.132; <b class="b3">Ἀργεῖαι σ.</b> a kind of women's shoes, Eup.266; <b class="b3">σ. χιτωνίσκος</b> a tunic [[open at the side]], Apollod.Com.12; without [[χιτωνίσκος]], ''PSI''4.341.7 (iii B.C.), ''Schwyzer'' 462 ''B''30 (Tanagra, iii B.C.); <b class="b3">σχιστὰς ἕλκειν</b>, of a certain dance (cf. [[σχίσμα]] IV), Poll.4.105.<br><span class="bld">2</span> [[clovenhoofed]], opp. [[μῶνυξ]], [[Plato|Pl.]]''[[Politicus|Plt.]]'' 265d; similarly of wings, etc., Arist ''PA'' 692b12, etc.<br><span class="bld">3</span> <b class="b3">σ. γάλα</b> [[curdled]] milk (v. [[σχίζω]] 1.3), Dsc.2.70, Gal. 12.292.<br><span class="bld">4</span> <b class="b3">λίνον σ.</b> [[fine]] flax, [[LXX]] ''Is.''19.9.<br><span class="bld">II</span> [[that may be split]] or [[cleft]], [[divisible]], σ. κατὰ μῆκος [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''515b15, cf. ''Mete.''386b26, etc.; <b class="b3">σ. λίθος</b>, prob. [[talc]], Dsc.5.127, cf. 106, etc.; <b class="b3">σ. κρόμμυα</b> (v. [[κρόμμυον]] ΙΙ) [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 7.4.7. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1056.png Seite 1056]] gespalten, getrennt; [[ὁδός]], Soph. O. R. 753; Eur. Phoen. 38; im | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1056.png Seite 1056]] gespalten, getrennt; [[ὁδός]], Soph. O. R. 753; Eur. Phoen. 38; im <span class="ggns">Gegensatz</span> von [[μῶνυξ]], mit gespaltenen Klauen, Plat. Polit. 265 d; was sich spalten, trennen läßt, trennbar, theilbar; σχιστὰς ἕλκειν, eine Art Tanz, Poll. 4, 105; – [[γάλα]] σχιστόν, geronnene Milch, Diosc. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />fendu, séparé : σχιστὴ [[ὁδός]] SOPH carrefour.<br />'''Étymologie:''' [[σχίζω]]. | |btext=ή, όν :<br />fendu, séparé : σχιστὴ [[ὁδός]] SOPH carrefour.<br />'''Étymologie:''' [[σχίζω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σχιστός -ή -όν [σχίζω] [[gespleten]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σχιστός:''' [adj. verb. к [[σχίζω]]<br /><b class="num">1</b> [[расколотый]], [[разветвленный]]: σχιστὴ [[ὁδός]] Soph. распутье, перекресток;<br /><b class="num">2</b> [[имеющий вырез]] ([[ἄντυξ]] Eur.);<br /><b class="num">3</b> [[имеющий раздвоенные копыта]] (''[[sc.]]'' [[ζῷον]] Plat.);<br /><b class="num">4</b> [[раздельноперый]] ([[πτερόν]] Arst.);<br /><b class="num">5</b> [[колющийся]], [[делящийся]]: σ. κατὰ [[μῆκος]] Arst. делящийся продольно, т. е. слоистый. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[σχιστός]], -ή, -όν, ΝΑ, και [[σκιστός]], -ή, -ό, Ν [[σχίζω]]<br /><b>1.</b> χωρισμένος στα δύο, σχισμένος («Σχιστή [[οδός]]» — σημερινή [[ονομασία]] του δρόμου που οδηγεί από τους Δελφούς στη Δαύλεια, όπου, σύμφωνα με τη μυθολογική [[παράδοση]], ο Οιδίποδας σκότωσε τον Λάιο)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[σχίσιμο]] (α. «σχιστό [[μανίκι]]» β. «σχιστὸς [[χιτωνίσκος]]» — [[γυναικείος]] [[χιτώνας]] [[ανοιχτός]] στα [[πλάγια]], <b>Απολλόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «σχιστά τύμπανα»<br /><b>μουσ.</b> ιδιόφωνα όργανα που αποτελούνται από έναν κορμό δένδρου σκαμμένο στο εσωτερικό του [[μέσα]] από μια επιμήκη [[σχισμή]] που ανοίγεται σε ένα από τα τοιχώματά του<br />β) «σχιστή [[άργιλος]]»<br /><b>(πετρογρ.)</b> συμπαγές ιζηματογενές [[πέτρωμα]], με φαιό, [[συνήθως]], [[χρώμα]] και κοκκομετρική [[σύσταση]], παρόμοια με αυτήν του λουτίτη, το οποίο προέρχεται από την [[συγκόλληση]] και [[αφυδάτωση]] της αργίλου και αποχωρίζεται [[κατά]] πλάκες, παράλληλα [[προς]] την [[επιφάνεια]] στρώσης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ζώο) αυτός του οποίου οι χηλές τών ποδιών [[είναι]] χωρισμένες, [[σχιζόπους]]<br /><b>2.</b> (για πτηνά) αυτός του οποίου τα φτερά [[είναι]] χωρισμένα, [[σχιζόπτερος]]<br /><b>3.</b> αυτός που μπορεί να σχιστεί, να χωριστεί, [[διαιρετός]] («σχιστὸς κατὰ [[μῆκος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) | |mltxt=-ή, -ό / [[σχιστός]], -ή, -όν, ΝΑ, και [[σκιστός]], -ή, -ό, Ν [[σχίζω]]<br /><b>1.</b> χωρισμένος στα δύο, σχισμένος («Σχιστή [[οδός]]» — σημερινή [[ονομασία]] του δρόμου που οδηγεί από τους Δελφούς στη Δαύλεια, όπου, σύμφωνα με τη μυθολογική [[παράδοση]], ο Οιδίποδας σκότωσε τον Λάιο)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[σχίσιμο]] (α. «σχιστό [[μανίκι]]» β. «σχιστὸς [[χιτωνίσκος]]» — [[γυναικείος]] [[χιτώνας]] [[ανοιχτός]] στα [[πλάγια]], <b>Απολλόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «σχιστά τύμπανα»<br /><b>μουσ.</b> ιδιόφωνα όργανα που αποτελούνται από έναν κορμό δένδρου σκαμμένο στο εσωτερικό του [[μέσα]] από μια επιμήκη [[σχισμή]] που ανοίγεται σε ένα από τα τοιχώματά του<br />β) «σχιστή [[άργιλος]]»<br /><b>(πετρογρ.)</b> συμπαγές ιζηματογενές [[πέτρωμα]], με φαιό, [[συνήθως]], [[χρώμα]] και κοκκομετρική [[σύσταση]], παρόμοια με αυτήν του λουτίτη, το οποίο προέρχεται από την [[συγκόλληση]] και [[αφυδάτωση]] της αργίλου και αποχωρίζεται [[κατά]] πλάκες, παράλληλα [[προς]] την [[επιφάνεια]] στρώσης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ζώο) αυτός του οποίου οι χηλές τών ποδιών [[είναι]] χωρισμένες, [[σχιζόπους]]<br /><b>2.</b> (για πτηνά) αυτός του οποίου τα φτερά [[είναι]] χωρισμένα, [[σχιζόπτερος]]<br /><b>3.</b> αυτός που μπορεί να σχιστεί, να χωριστεί, [[διαιρετός]] («σχιστὸς κατὰ [[μῆκος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «Αργεῖαι σχισταί» — [[είδος]] γυναικείων [[υποδημάτων]] <b>(Ευπ.)</b><br />β) «σχιστὸν [[κρόμμυον]]» — [[ποικιλία]] κρεμμυδιού <b>(Θεόφρ.)</b><br />γ) «σχιστὸς [[λίθος]]» — [[είδος]] λίθου της Ιβηρίας που σχίζεται ή [[σπάζει]] εύκολα (<b>Διοσκ.</b>)<br />δ) «[[λίνον]] σχιστόν» — το [[ξαντό]] (ΠΔ)<br />ε) «σχιστὸν [[γάλα]]» — [[γάλα]] που έπηξε [[μετά]] από τη [[διαδικασία]] του διαχωρισμού του τυριού από το [[τυρόγαλα]] (<b>Διοσκ.</b> <b>Γαλ.</b>)<br />στ) «σχιστὰ [[ἕλκω]]» — [[εκτελώ]] ένα συγκεκριμένο χορευτικό [[σχήμα]] (<b>Πολυδ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σχιστά</i> Ν<br />με σχιστό τρόπο. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σχιστός:''' -ή, -όν ([[σχίζω]]), αυτός που έχει διαμεριστεί, που έχει κατατμηθεί, μοιρασμένος, διαιρεμένος, διαχωρισμένος, [[διαιρετός]], σε Σοφ., Ευρ. | |lsmtext='''σχιστός:''' -ή, -όν ([[σχίζω]]), αυτός που έχει διαμεριστεί, που έχει κατατμηθεί, μοιρασμένος, διαιρεμένος, διαχωρισμένος, [[διαιρετός]], σε Σοφ., Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''σχιστός''': -ή, -όν, ([[σχίζω]]) ἐπὶ ὁδοῦ, σχιστὴ [[κέλευθος]], σχ. ὁδὸς, ἡ χωριζομένη, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 171, Σοφ. Ο. Τ. 733, Εὐρ. Φοίν. 38· [[ἄντυξ]] ὁ αὐτ. ἐν Ρήσ. 373· [[λίνον]] σχ., μοτόν, ξαντόν, Ἱππ. 580. 47· ἔστω δ’ ἡμῖν κεστρεὺς [[τμητός]], [[νάρκη]] πνικτή, [[πέρκη]] σχιστή, διεσχισμένη, Ἀντιφάνης ἐν «Κύκλωπι» 1· ― Ἀργείων σχισταί, [[εἶδος]] γυναικείων πεδίλων, Εὔπολις ἐν «Φίλοις» 2· σχιστὸς [[χιτωνίσκος]], χιτὼν [[γυναικεῖος]] ἀνοικτὸς κατὰ τὰ πλάγια, πρβλ. χιτὼν Ι. 2), Ἀπολλόδ. ἐν «Συνεφήβοις» 1· ― σχιστὰς ἕλκειν, «ἦν δὲ καὶ σχιστὰς ἕλκειν [[σχῆμα]] ὀρχήσεως χωρικῆς» (πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. [[σχίσμα]]), Πολυδ. Δ΄, 105. 2) ὁ ἔχων διεσχισμένην τὴν χηλήν, ἀντίθετον τῷ [[μῶνυξ]], Πλάτ. Πολιτικ. 265D, [[οὕτως]] ἐπὶ τῶν πτερύγων, κτλ., Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 12, 3, κλπ. 3) σχ. [[γάλα]], οὗ ὁ ὀρὸς ἐχωρίσθη ἀπὸ τοῦ τυρώδους, ἴδε [[σχίζω]] 3. ΙΙ. ὁ δυνάμενος νὰ σχισθῇ, [[διαιρετικός]], διαιρέσιμος, σχ. κατὰ [[μῆκος]] ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 5, 6, πρβλ. Μετεωρ. 4. 9, 19, κλπ.· σχ. [[λίθος]], [[λίθος]] τις γεννώμενος ἐν Ἰβηρίᾳ, [[εὔθρυπτος]] καὶ [[εὔσχιστος]], ἔχων ὁμοιότητα πρὸς ἀμμωνιακὸν [[ἅλας]], Διοσκ. 5. 145, πρβλ. 123, κλπ.· σχ. κρόμμυα Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 4, 7. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[σχιστός]], ή, όν [[σχίζω]]<br />parted, divided, Soph., Eur. | |mdlsjtxt=[[σχιστός]], ή, όν [[σχίζω]]<br />parted, divided, Soph., Eur. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[cleft]] | |||
}} | }} |