σχιστός

From LSJ

Οὔτοι ποθ᾽ οὑχθρός, οὐδ᾽ ὅταν θάνῃ, φίλος → One’s enemy does not become one’s friend when they die

Sophocles, Antigone, 522
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχιστός Medium diacritics: σχιστός Low diacritics: σχιστός Capitals: ΣΧΙΣΤΟΣ
Transliteration A: schistós Transliteration B: schistos Transliteration C: schistos Beta Code: sxisto/s

English (LSJ)

σχιστή, σχιστόν, (σχίζω)
A cloven, divided, κέλευθος A.Fr.173; ὁδός S.OT733, E.Ph.38; ἄντυξ Id.Rh.373 (lyr.); λίνον σ. lint, Hp.Nat.Mul.53 (but cf. 4 infr.); πέρκη σ. a split perch, Antiph.132; Ἀργεῖαι σ. a kind of women's shoes, Eup.266; σ. χιτωνίσκος a tunic open at the side, Apollod.Com.12; without χιτωνίσκος, PSI4.341.7 (iii B.C.), Schwyzer 462 B30 (Tanagra, iii B.C.); σχιστὰς ἕλκειν, of a certain dance (cf. σχίσμα IV), Poll.4.105.
2 clovenhoofed, opp. μῶνυξ, Pl.Plt. 265d; similarly of wings, etc., Arist PA 692b12, etc.
3 σ. γάλα curdled milk (v. σχίζω 1.3), Dsc.2.70, Gal. 12.292.
4 λίνον σ. fine flax, LXX Is.19.9.
II that may be split or cleft, divisible, σ. κατὰ μῆκος Arist.HA515b15, cf. Mete.386b26, etc.; σ. λίθος, prob. talc, Dsc.5.127, cf. 106, etc.; σ. κρόμμυα (v. κρόμμυον ΙΙ) Thphr. HP 7.4.7.

German (Pape)

[Seite 1056] gespalten, getrennt; ὁδός, Soph. O. R. 753; Eur. Phoen. 38; im Gegensatz von μῶνυξ, mit gespaltenen Klauen, Plat. Polit. 265 d; was sich spalten, trennen läßt, trennbar, theilbar; σχιστὰς ἕλκειν, eine Art Tanz, Poll. 4, 105; – γάλα σχιστόν, geronnene Milch, Diosc.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
fendu, séparé : σχιστὴ ὁδός SOPH carrefour.
Étymologie: σχίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σχιστός -ή -όν [σχίζω] gespleten.

Russian (Dvoretsky)

σχιστός: [adj. verb. к σχίζω
1 расколотый, разветвленный: σχιστὴ ὁδός Soph. распутье, перекресток;
2 имеющий вырез (ἄντυξ Eur.);
3 имеющий раздвоенные копыта (sc. ζῷον Plat.);
4 раздельноперый (πτερόν Arst.);
5 колющийся, делящийся: σ. κατὰ μῆκος Arst. делящийся продольно, т. е. слоистый.

Greek Monolingual

-ή, -ό / σχιστός, -ή, -όν, ΝΑ, και σκιστός, -ή, -ό, Ν σχίζω
1. χωρισμένος στα δύο, σχισμένος («Σχιστή οδός» — σημερινή ονομασία του δρόμου που οδηγεί από τους Δελφούς στη Δαύλεια, όπου, σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, ο Οιδίποδας σκότωσε τον Λάιο)
2. αυτός που έχει σχίσιμο (α. «σχιστό μανίκι» β. «σχιστὸς χιτωνίσκος» — γυναικείος χιτώνας ανοιχτός στα πλάγια, Απολλόδ.)
νεοελλ.
φρ. α) «σχιστά τύμπανα»
μουσ. ιδιόφωνα όργανα που αποτελούνται από έναν κορμό δένδρου σκαμμένο στο εσωτερικό του μέσα από μια επιμήκη σχισμή που ανοίγεται σε ένα από τα τοιχώματά του
β) «σχιστή άργιλος»
(πετρογρ.) συμπαγές ιζηματογενές πέτρωμα, με φαιό, συνήθως, χρώμα και κοκκομετρική σύσταση, παρόμοια με αυτήν του λουτίτη, το οποίο προέρχεται από την συγκόλληση και αφυδάτωση της αργίλου και αποχωρίζεται κατά πλάκες, παράλληλα προς την επιφάνεια στρώσης
αρχ.
1. (για ζώο) αυτός του οποίου οι χηλές τών ποδιών είναι χωρισμένες, σχιζόπους
2. (για πτηνά) αυτός του οποίου τα φτερά είναι χωρισμένα, σχιζόπτερος
3. αυτός που μπορεί να σχιστεί, να χωριστεί, διαιρετός («σχιστὸς κατὰ μῆκος», Αριστοτ.)
4. φρ. α) «Αργεῖαι σχισταί» — είδος γυναικείων υποδημάτων (Ευπ.)
β) «σχιστὸν κρόμμυον» — ποικιλία κρεμμυδιού (Θεόφρ.)
γ) «σχιστὸς λίθος» — είδος λίθου της Ιβηρίας που σχίζεται ή σπάζει εύκολα (Διοσκ.)
δ) «λίνον σχιστόν» — το ξαντό (ΠΔ)
ε) «σχιστὸν γάλα» — γάλα που έπηξε μετά από τη διαδικασία του διαχωρισμού του τυριού από το τυρόγαλα (Διοσκ. Γαλ.)
στ) «σχιστὰ ἕλκω» — εκτελώ ένα συγκεκριμένο χορευτικό σχήμα (Πολυδ.).
επίρρ...
σχιστά Ν
με σχιστό τρόπο.

Greek Monotonic

σχιστός: -ή, -όν (σχίζω), αυτός που έχει διαμεριστεί, που έχει κατατμηθεί, μοιρασμένος, διαιρεμένος, διαχωρισμένος, διαιρετός, σε Σοφ., Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

σχιστός: -ή, -όν, (σχίζω) ἐπὶ ὁδοῦ, σχιστὴ κέλευθος, σχ. ὁδὸς, ἡ χωριζομένη, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 171, Σοφ. Ο. Τ. 733, Εὐρ. Φοίν. 38· ἄντυξ ὁ αὐτ. ἐν Ρήσ. 373· λίνον σχ., μοτόν, ξαντόν, Ἱππ. 580. 47· ἔστω δ’ ἡμῖν κεστρεὺς τμητός, νάρκη πνικτή, πέρκη σχιστή, διεσχισμένη, Ἀντιφάνης ἐν «Κύκλωπι» 1· ― Ἀργείων σχισταί, εἶδος γυναικείων πεδίλων, Εὔπολις ἐν «Φίλοις» 2· σχιστὸς χιτωνίσκος, χιτὼν γυναικεῖος ἀνοικτὸς κατὰ τὰ πλάγια, πρβλ. χιτὼν Ι. 2), Ἀπολλόδ. ἐν «Συνεφήβοις» 1· ― σχιστὰς ἕλκειν, «ἦν δὲ καὶ σχιστὰς ἕλκειν σχῆμα ὀρχήσεως χωρικῆς» (πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. σχίσμα), Πολυδ. Δ΄, 105. 2) ὁ ἔχων διεσχισμένην τὴν χηλήν, ἀντίθετον τῷ μῶνυξ, Πλάτ. Πολιτικ. 265D, οὕτως ἐπὶ τῶν πτερύγων, κτλ., Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 12, 3, κλπ. 3) σχ. γάλα, οὗ ὁ ὀρὸς ἐχωρίσθη ἀπὸ τοῦ τυρώδους, ἴδε σχίζω 3. ΙΙ. ὁ δυνάμενος νὰ σχισθῇ, διαιρετικός, διαιρέσιμος, σχ. κατὰ μῆκος ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 5, 6, πρβλ. Μετεωρ. 4. 9, 19, κλπ.· σχ. λίθος, λίθος τις γεννώμενος ἐν Ἰβηρίᾳ, εὔθρυπτος καὶ εὔσχιστος, ἔχων ὁμοιότητα πρὸς ἀμμωνιακὸν ἅλας, Διοσκ. 5. 145, πρβλ. 123, κλπ.· σχ. κρόμμυα Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 4, 7.

Middle Liddell

σχιστός, ή, όν σχίζω
parted, divided, Soph., Eur.

English (Woodhouse)

cleft

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)