χειραφετημένος: Difference between revisions
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
(46) |
mNo edit summary |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο | |mltxt=[[χειραφετημένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br /><b>1.</b> αυτός που σκέπτεται και ενεργεί ελεύθερα<br /><b>2.</b> [[χειραφετημένη]] (η μτχ. θηλ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <b>συνεκδ.</b> αυτή που, εν [[ονόματι]] της ελευθερίας, παραβαίνει τους κανόνες της ευπρέπειας και της ηθικής. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:02, 15 December 2023
Greek Monolingual
χειραφετημένος, -η, -ο
1. αυτός που σκέπτεται και ενεργεί ελεύθερα
2. χειραφετημένη (η μτχ. θηλ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνεκδ. αυτή που, εν ονόματι της ελευθερίας, παραβαίνει τους κανόνες της ευπρέπειας και της ηθικής.