καίνυμαι: Difference between revisions

m
no edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2, $3:")
mNo edit summary
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[the pluperfect [[commonly]] functions as imperf.]<br />to [[surpass]], [[excel]], ἐκαίνυτο φῦλ' ἀνθρώπων νῆα κυβερνῆσαι he surpassed [[mankind]] in [[steering]], Od.; ἐγχείηι δ' [[ἐκέκαστο]] Πανέλληνας he excelled all the [[Hellenes]] in throwing the [[spear]], Od.; ὁμηλικίην [[ἐκέκαστο]] [[γνῶναι]] surpassed them all in [[knowledge]], Od.: esp. in [[part]]., δόλοισι κεκασμένε [[excellent]] in wiles, Od.: τέχνηισι κεκασμένος Hes.; φρουραῖς κέκασται is well furnished with, Eur.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés., impf.</i> ἐκαινύμην, <i>pf.</i> [[κέκασμαι]], <i>pqp.</i> [[ἐκεκάσμην]];<br /><b>I.</b> [[briller]];<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> [[l'emporter sur]] : τινα [[νῆα]] κυβερνῆσαι OD sur qqn dans l'art de diriger un navire ; τινα [[γνῶναι]] IL sur qqn dans l'art de connaître, <i>ou simpl.</i> τινι, l'emporter en qch, exceller en qch;<br /><b>2</b> <i>au pf.</i> être en bon état : [[εὖ]] κεκασμένον [[δόρυ]] ESCHL armée bien équipée.<br />'''Étymologie:''' p. *κάδνυμαι, de la R. Καδ, prendre soin de ; cf. [[κήδω]].
}}
{{elru
|elrutext='''καίνῠμαι:''' (pf. [[κέκασμαι]], ppf. [[ἐκεκάσμην]])<br /><b class="num">1</b> [[блистать]], [[быть украшенным]]: [[ὦμος]] ἐλέφαντι [[κεκαδμένος]] Pind. плечо (Пелопа), украшенное (или сверкающее) слоновой костью;<br /><b class="num">2</b> [[быть снабженным]]: τείχη φρουραῖς κέκασται Eur. стены защищены гарнизоном; εὖ κεκασμένον δορυ Aesch. хорошо вооруженное войско;<br /><b class="num">3</b> перен. блистать, выдаваться, отличаться, превосходить (ἀρετῇσι κεκασμένος ἐν Δαναοῖσι Hom.): πανουργίαις κεκασμένον Arph. неистощимый в плутнях; κ. ἡλικίην ἔγχεΐ θ᾽ ἱπποσύνῃ τε Hom. превосходить сверстников в копьеметании и в конной езде; κ. τινα ὄρνιθας [[γνῶναι]] Hom. затмевать кого-л. искусством птицегадания.
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καίνυμαι''': ἀποθ., ὑπερτερῶ, [[ὑπερέχω]], μετ’ αἰτιατ. προσώπ. καὶ ἀπαρ. δηλοῦντος τὸ κατά τι, ἐκαίνυτο φῦλ’ ἀνθρώπων νῆα κυβερνῆσαι, ὑπερέβαινε πάσας τὰς φυλὰς τῶν ἀνθρώπων κατὰ τὴν τέχνην τοῦ κυβερνᾶν [[πλοῖον]], «ἐκαίνυτο, [[πάνυ]] ἐνίκα» (Εὐστ.), Ὀδ. Γ. 282· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] δοτ. πράγματος, ἣ ῥα γυναικῶν [[φῦλον]] ἐκαίνυτο… εἴδεΐ τε μεγέθει τε Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 4· πρβλ. [[ἀποκαίνυμαι]]. - Πλὴν τοῦ παρατ. τούτου, ὁ Ὅμ. [[συχνάκις]] μεταχειρίζεται τὸν παρακείμ. καὶ ὑπερσ. [[κέκασμαι]], ἐκεκάσμην, Δωρ. κέκαδμαι, [[ἅπερ]] κεῖνται ὡς ἐνεστ. καὶ παρατ. σχηματισθέντα ἐκ ῥήματος *κάζω (ἴδε ἐν τέλει· - ἐκάζοντο, καζόμενος ἀπαντῶσι παρὰ Νικήτ. ἐν Χρον. 120. 141): - ὑπερτερῶ τινα κατά τι, μετ’ αἰτ. προσ. καὶ δοτ. πράγμ., ἐγχείῃ δ’ [[ἐκέκαστο]] Πανέλληνας καὶ Ἀχαιοὺς Ἰλ. Β. 530· ὃς ἡλικίην [[ἐκέκαστο]] ἔγχεΐ θ’ ἱπποσύνῃ τε, ὃς τοὺς ἥλικας ἐνίκα ἐν τῇ χρήσει τοῦ δόρατος καὶ τῇ ἱππικῇ, Π. 808· ὃς ἀνθρώπους [[ἐκέκαστο]] κλεπτοσύνῃ θ’ ὅρκῳ τε Ὀδ. Τ. 395 (ἴδε Σχολιαστ. καὶ Εὐστ.), πρβλ. Ἰλ. Υ. 35· μετ’ ἀπαρ. ἀντὶ δοτ. πράγμ., ὁμηλικίην [[ἐκέκαστο]] γνῶναι, ὑπερέβαινε τοὺς ὁμήλικας εἰς τὸ γιγνώσκειν, Ὀδ. Β. 158· [[οὕτως]], [[ἐκέκαστο]] ἰθύνειν Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 867, ἴδε τὸ [[ῥῆμα]] [[ἀποκαίνυμαι]]: - οὕτω καὶ [[μετὰ]] δοτ. πράγμ. μόνον, δόλοισι κεκασμένε, ἔξοχε εἰς δόλους, Ἰλ. Δ. 339· παντοίῃς ἀρετῇσι κεκασμένος ἐν Δαναοῖσι Ὀδ. δ. 725, πρβλ. 815, Ι. 509, Ἰλ. Ε. 54· ἀγλαΐην, … [[μετὰ]] δμωῇσι κέκασσαι Ὀδ. Τ. 82· ἐκ πάντων τέχνῃσι κεκασμένος Οὐρανιώνων Ἡσ. Θ. 929· [[μετὰ]] γεν., τῶν σε, γέρον, πλούτῳ τε καὶ [[υἱάσι]] φασὶ κεκάσθαι, «τούτων πάντων, ὦ γέρον, πλούτῳ καὶ υἱοῖς φασί σε προέχειν» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ω. 546· (περὶ τοῦ ἐν Ἰλ. Ω. 535 στίχου: πάντας γὰρ ἐπ’ ἀνθρώπους [[ἐκέκαστο]], ἴδε ἐπικαίνυμαι): - οὕτω παρὰ ποιηταῖς μεθ’ Ὅμηρον, ὦμον ἐλέφαντι κεκαδμένον, κεκοσμημένον, Πινδ. Ο. 1. 42· φρουραῖς κέκασται, [[εἶναι]] [[καλῶς]] ἐφωδιασμένος μὲ …, Εὐρ. Ἠλ. 616· πανουργίαις μείζοσι κεκασμένον Ἀριστοφ. Ἱππ. 685· καὶ ἀπολ., εὖ κεκασμένον [[δόρυ]], [[καλῶς]] ὡπλισμένος [[ὅμιλος]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 766. - Ποιητ. [[ῥῆμα]]· [[διότι]] τὸ ἐν Πλάτ. Πολ. 334Β [[εἶναι]] εἰλημμένον ἐκ τῆς Ὀδ. Τ. 395. (Ἂν καὶ κατὰ τύπον ὅμοιον τῷ [[καίνω]], [[ὅμως]] φαίνεται ἀνῆκον [[μᾶλλον]] εἰς √ΚΑΔ, ἥτις ἀναφαίνεται ἐν τῷ πρκμ. καὶ ὑπερσ. κέκαδμαι, κτλ.).
|lstext='''καίνυμαι''': ἀποθ., ὑπερτερῶ, [[ὑπερέχω]], μετ’ αἰτιατ. προσώπ. καὶ ἀπαρ. δηλοῦντος τὸ κατά τι, ἐκαίνυτο φῦλ’ ἀνθρώπων νῆα κυβερνῆσαι, ὑπερέβαινε πάσας τὰς φυλὰς τῶν ἀνθρώπων κατὰ τὴν τέχνην τοῦ κυβερνᾶν [[πλοῖον]], «ἐκαίνυτο, [[πάνυ]] ἐνίκα» (Εὐστ.), Ὀδ. Γ. 282· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] δοτ. πράγματος, ἣ ῥα γυναικῶν [[φῦλον]] ἐκαίνυτο… εἴδεΐ τε μεγέθει τε Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 4· πρβλ. [[ἀποκαίνυμαι]]. - Πλὴν τοῦ παρατ. τούτου, ὁ Ὅμ. [[συχνάκις]] μεταχειρίζεται τὸν παρακείμ. καὶ ὑπερσ. [[κέκασμαι]], ἐκεκάσμην, Δωρ. κέκαδμαι, [[ἅπερ]] κεῖνται ὡς ἐνεστ. καὶ παρατ. σχηματισθέντα ἐκ ῥήματος *κάζω (ἴδε ἐν τέλει· - ἐκάζοντο, καζόμενος ἀπαντῶσι παρὰ Νικήτ. ἐν Χρον. 120. 141): - ὑπερτερῶ τινα κατά τι, μετ’ αἰτ. προσ. καὶ δοτ. πράγμ., ἐγχείῃ δ’ [[ἐκέκαστο]] Πανέλληνας καὶ Ἀχαιοὺς Ἰλ. Β. 530· ὃς ἡλικίην [[ἐκέκαστο]] ἔγχεΐ θ’ ἱπποσύνῃ τε, ὃς τοὺς ἥλικας ἐνίκα ἐν τῇ χρήσει τοῦ δόρατος καὶ τῇ ἱππικῇ, Π. 808· ὃς ἀνθρώπους [[ἐκέκαστο]] κλεπτοσύνῃ θ’ ὅρκῳ τε Ὀδ. Τ. 395 (ἴδε Σχολιαστ. καὶ Εὐστ.), πρβλ. Ἰλ. Υ. 35· μετ’ ἀπαρ. ἀντὶ δοτ. πράγμ., ὁμηλικίην [[ἐκέκαστο]] γνῶναι, ὑπερέβαινε τοὺς ὁμήλικας εἰς τὸ γιγνώσκειν, Ὀδ. Β. 158· [[οὕτως]], [[ἐκέκαστο]] ἰθύνειν Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 867, ἴδε τὸ [[ῥῆμα]] [[ἀποκαίνυμαι]]: - οὕτω καὶ [[μετὰ]] δοτ. πράγμ. μόνον, δόλοισι κεκασμένε, ἔξοχε εἰς δόλους, Ἰλ. Δ. 339· παντοίῃς ἀρετῇσι κεκασμένος ἐν Δαναοῖσι Ὀδ. δ. 725, πρβλ. 815, Ι. 509, Ἰλ. Ε. 54· ἀγλαΐην, … [[μετὰ]] δμωῇσι κέκασσαι Ὀδ. Τ. 82· ἐκ πάντων τέχνῃσι κεκασμένος Οὐρανιώνων Ἡσ. Θ. 929· [[μετὰ]] γεν., τῶν σε, γέρον, πλούτῳ τε καὶ [[υἱάσι]] φασὶ κεκάσθαι, «τούτων πάντων, ὦ γέρον, πλούτῳ καὶ υἱοῖς φασί σε προέχειν» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ω. 546· (περὶ τοῦ ἐν Ἰλ. Ω. 535 στίχου: πάντας γὰρ ἐπ’ ἀνθρώπους [[ἐκέκαστο]], ἴδε ἐπικαίνυμαι): - οὕτω παρὰ ποιηταῖς μεθ’ Ὅμηρον, ὦμον ἐλέφαντι κεκαδμένον, κεκοσμημένον, Πινδ. Ο. 1. 42· φρουραῖς κέκασται, [[εἶναι]] [[καλῶς]] ἐφωδιασμένος μὲ …, Εὐρ. Ἠλ. 616· πανουργίαις μείζοσι κεκασμένον Ἀριστοφ. Ἱππ. 685· καὶ ἀπολ., εὖ κεκασμένον [[δόρυ]], [[καλῶς]] ὡπλισμένος [[ὅμιλος]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 766. - Ποιητ. [[ῥῆμα]]· [[διότι]] τὸ ἐν Πλάτ. Πολ. 334Β [[εἶναι]] εἰλημμένον ἐκ τῆς Ὀδ. Τ. 395. (Ἂν καὶ κατὰ τύπον ὅμοιον τῷ [[καίνω]], [[ὅμως]] φαίνεται ἀνῆκον [[μᾶλλον]] εἰς √ΚΑΔ, ἥτις ἀναφαίνεται ἐν τῷ πρκμ. καὶ ὑπερσ. κέκαδμαι, κτλ.).
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés., impf.</i> ἐκαινύμην, <i>pf.</i> [[κέκασμαι]], <i>pqp.</i> [[ἐκεκάσμην]];<br /><b>I.</b> briller;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> l’emporter sur : τινα [[νῆα]] κυβερνῆσαι OD sur qqn dans l’art de diriger un navire ; τινα [[γνῶναι]] IL sur qqn dans l’art de connaître, <i>ou simpl.</i> τινι, l’emporter en qch, exceller en qch;<br /><b>2</b> <i>au pf.</i> être en bon état : [[εὖ]] κεκασμένον [[δόρυ]] ESCHL armée bien équipée.<br />'''Étymologie:''' p. *κάδνυμαι, de la R. Καδ, prendre soin de ; cf. [[κήδω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=ipf. ἐκαίνυτο, perf. 2 [[sing]]. κέκασσαι, 3 κέκασται, inf. κεκάσθαι, plup. (ἐ)κέκαστο: [[excel]], w. acc., ἐκαίνυτο φῦλ' ἀνθρώπων &#124; [[νῆα]] κυβερνῆσαι, Od. 3.282; [[ἐγχείῃ]] δ' [[ἐκέκαστο]] Πανέλληνας καὶ Ἀχαιούς, Il. 2.530; [[mostly]] w. dat. of the [[thing]] and prep. governing the [[person]], ἐν Δαναοῖσι, [[μετὰ]] δμωῇσι, πᾶσαν ἐπ' αἶαν, Od. 4.725, τ , Od. 24.509; gen. of [[person]], Il. 24.546 ; [[ἐπί]] [[with]] dat. of [[thing]], Il. 20.35.
|auten=ipf. ἐκαίνυτο, perf. 2 [[sing]]. κέκασσαι, 3 κέκασται, inf. κεκάσθαι, plup. (ἐ)κέκαστο: [[excel]], w. acc., ἐκαίνυτο φῦλ' ἀνθρώπων &#124; [[νῆα]] κυβερνῆσαι, Od. 3.282; [[ἐγχείῃ]] δ' [[ἐκέκαστο]] Πανέλληνας καὶ Ἀχαιούς, Il. 2.530; [[mostly]] w. dat. of the [[thing]] and prep. governing the [[person]], ἐν Δαναοῖσι, [[μετὰ]] δμωῇσι, πᾶσαν ἐπ' αἶαν, Od. 4.725, τ , Od. 24.509; gen. of [[person]], Il. 24.546 ; [[ἐπί]] [[with]] dat. of [[thing]], Il. 20.35.
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[καίνυμαι]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[excel]], be [[distinguished]] (Πέλοπα) ἐλέφαντι φαιδίμον ὦμον κεκαδμένον (O. 1.27) κε]καδμεν[ (Π: ]καδεμεν[ Π&#774;{S}, v. 1. ?) P. Oxy. 2447 fr. 12.
|sltr=[[καίνυμαι]] [[excel]], be [[distinguished]] (Πέλοπα) ἐλέφαντι φαιδίμον ὦμον κεκαδμένον (O. 1.27) κε]καδμεν[ (Π: ]καδεμεν[ Π&#774;{S}, v. 1. ?) P. Oxy. 2447 fr. 12.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 15: Line 21:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καίνῠμαι:''' γʹ ενικ. παρατ. <i>ἐκαίνῠτο</i>, παρακ. [[κέκασμαι]], Δωρ. [[κέκαδμαι]] (ως ενεστ.)· γʹ ενικ. υπερσ. [[ἐκέκαστο]] (ως παρατ.)· αποθ., [[υπερτερώ]], [[υπερέχω]], ἐκαίνυτο φῦλ' ἀνθρώπων [[νῆα]] κυβερνῆσαι, ξεπέρασε το είδος των ανθρώπων στην πηδαλιούχηση, σε Ομήρ. Οδ.· [[ἐγχείῃ]] δ' [[ἐκέκαστο]] Πανέλληνας, υπερείχε στην [[ρίψη]] του [[δόρατος]] [[ανάμεσα]] σ' όλους τους Έλληνες, στο ίδ.· ὁμηλικίην [[ἐκέκαστο]] [[γνῶναι]], τους ξεπέρασε όλους στην [[γνώση]], στο ίδ.· [[ιδίως]], σε μτχ., <i>δόλοισι κεκασμένε</i>, [[εξαιρετικός]], [[άριστος]] στην [[πανουργία]], στο ίδ.· <i>τέχνῃσι κεκασμένος</i>, σε Ησίοδ.· <i>φρουραῖς κέκασται</i>, είναι [[καλά]] εφοδιασμένος, σε Ευρ.
|lsmtext='''καίνῠμαι:''' γʹ ενικ. παρατ. <i>ἐκαίνῠτο</i>, παρακ. [[κέκασμαι]], Δωρ. [[κέκαδμαι]] (ως ενεστ.)· γʹ ενικ. υπερσ. [[ἐκέκαστο]] (ως παρατ.)· αποθ., [[υπερτερώ]], [[υπερέχω]], ἐκαίνυτο φῦλ' ἀνθρώπων [[νῆα]] κυβερνῆσαι, ξεπέρασε το είδος των ανθρώπων στην πηδαλιούχηση, σε Ομήρ. Οδ.· [[ἐγχείῃ]] δ' [[ἐκέκαστο]] Πανέλληνας, υπερείχε στην [[ρίψη]] του [[δόρατος]] [[ανάμεσα]] σ' όλους τους Έλληνες, στο ίδ.· ὁμηλικίην [[ἐκέκαστο]] [[γνῶναι]], τους ξεπέρασε όλους στην [[γνώση]], στο ίδ.· [[ιδίως]], σε μτχ., <i>δόλοισι κεκασμένε</i>, [[εξαιρετικός]], [[άριστος]] στην [[πανουργία]], στο ίδ.· <i>τέχνῃσι κεκασμένος</i>, σε Ησίοδ.· <i>φρουραῖς κέκασται</i>, είναι [[καλά]] εφοδιασμένος, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''καίνῠμαι:''' (pf. [[κέκασμαι]], ppf. [[ἐκεκάσμην]])<br /><b class="num">1)</b> [[блистать]], [[быть украшенным]]: [[ὦμος]] ἐλέφαντι [[κεκαδμένος]] Pind. плечо (Пелопа), украшенное (или сверкающее) слоновой костью;<br /><b class="num">2)</b> [[быть снабженным]]: τείχη φρουραῖς κέκασται Eur. стены защищены гарнизоном; εὖ κεκασμένον δορυ Aesch. хорошо вооруженное войско;<br /><b class="num">3)</b> перен. блистать, выдаваться, отличаться, превосходить (ἀρετῇσι κεκασμένος ἐν Δαναοῖσι Hom.): πανουργίαις κεκασμένον Arph. неистощимый в плутнях; κ. ἡλικίην ἔγχεΐ θ᾽ ἱπποσύνῃ τε Hom. превосходить сверстников в копьеметании и в конной езде; κ. τινα ὄρνιθας [[γνῶναι]] Hom. затмевать кого-л. искусством птицегадания.
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: v.<br />Meaning: [[overcome]], [[surpass]], [[excel]].<br />Other forms: in [[ἐκαίνυτο]] (γ 282, Hes. Sc. 4), <b class="b3">ἀπε-</b> (θ 127, 219; A. R. 2, 783), <b class="b3">περι-καίνυται</b> (Nic. Th. 38), act. ipv. [[καινύτω]] (Emp. 23, 9)<br />Origin: GR [a formation built with Greek elements]X [probably]<br />Etymology: Perhaps analogical from [[κέκασμαι]] (s. v.), [[κέκασται]] after [[δαίνυμαι]], [[ἐδαίνυτο]], which were connected with [[δέδασμαι]], [[δέδασται]] (Brugmann, Grundr.1 2, 1012, Gramm.4 339). - Not with Wackernagel from <b class="b3">*καίδ-νυμαι</b> from a supposed <b class="b3">*καιδ-νός</b> > [[καινός]] (s. v.); not with Osthoff ZGdP. 459f. from <b class="b3">*καδνι̯ομαι</b>.
|etymtx=Grammatical information: v.<br />Meaning: [[overcome]], [[surpass]], [[excel]].<br />Other forms: in [[ἐκαίνυτο]] (γ 282, Hes. Sc. 4), <b class="b3">ἀπε-</b> (θ 127, 219; A. R. 2, 783), <b class="b3">περι-καίνυται</b> (Nic. Th. 38), act. ipv. [[καινύτω]] (Emp. 23, 9)<br />Origin: GR [a formation built with Greek elements]X [probably]<br />Etymology: Perhaps analogical from [[κέκασμαι]] (s. v.), [[κέκασται]] after [[δαίνυμαι]], [[ἐδαίνυτο]], which were connected with [[δέδασμαι]], [[δέδασται]] (Brugmann, Grundr.1 2, 1012, Gramm.4 339). - Not with Wackernagel from <b class="b3">*καίδ-νυμαι</b> from a supposed <b class="b3">*καιδ-νός</b> > [[καινός]] (s. v.); not with Osthoff ZGdP. 459f. from <b class="b3">*καδνι̯ομαι</b>.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[the pluperfect [[commonly]] functions as imperf.]<br />to [[surpass]], [[excel]], ἐκαίνυτο φῦλ' ἀνθρώπων νῆα κυβερνῆσαι he surpassed [[mankind]] in [[steering]], Od.; ἐγχείηι δ' [[ἐκέκαστο]] Πανέλληνας he excelled all the [[Hellenes]] in throwing the [[spear]], Od.; ὁμηλικίην [[ἐκέκαστο]] [[γνῶναι]] surpassed them all in [[knowledge]], Od.: esp. in [[part]]., δόλοισι κεκασμένε [[excellent]] in wiles, Od.: τέχνηισι κεκασμένος Hes.; φρουραῖς κέκασται is well furnished with, Eur.
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''καίνυμαι''': {kaínumai}<br />'''Forms''': in ἐκαίνυτο (γ 282, Hes. ''Sc''. 4), ἀπε- (θ 127, 219; A. R. 2, 783), περικαίνυται (Nik. ''Th''. 38), Akt. Ipv. καινύτω (Emp. 23, 9)<br />'''Grammar''': v.<br />'''Meaning''': [[sich auszeichnen]], [[übertreffen]].<br />'''Etymology''' : Wahrscheinlich kühne Analogiebildung zu [[κέκασμαι]] (s. d.), κέκασται nach Muster von δαίνυμαι, ἐδαίνυτο, die mit δέδασμαι, [[δέδασται]] verbunden wurden (Brugmann Grundr.<sup>1</sup> 2, 1012, Gramm.<sup>4</sup> 339). — Nicht mit Wackernagel aus *καίδνυμαι zum angeblichen *καιδνός > [[καινός]] (s. d.); auch nicht mit Osthoff ZGdP. 459f. aus *καδνι̯ομαι.<br />'''Page''' 1,754-755
|ftr='''καίνυμαι''': {kaínumai}<br />'''Forms''': in ἐκαίνυτο (γ 282, Hes. ''Sc''. 4), ἀπε- (θ 127, 219; A. R. 2, 783), περικαίνυται (Nik. ''Th''. 38), Akt. Ipv. καινύτω (Emp. 23, 9)<br />'''Grammar''': v.<br />'''Meaning''': [[sich auszeichnen]], [[übertreffen]].<br />'''Etymology''' : Wahrscheinlich kühne Analogiebildung zu [[κέκασμαι]] (s. d.), κέκασται nach Muster von δαίνυμαι, ἐδαίνυτο, die mit δέδασμαι, [[δέδασται]] verbunden wurden (Brugmann Grundr.<sup>1</sup> 2, 1012, Gramm.<sup>4</sup> 339). — Nicht mit Wackernagel aus *καίδνυμαι zum angeblichen *καιδνός > [[καινός]] (s. d.); auch nicht mit Osthoff ZGdP. 459f. aus *καδνι̯ομαι.<br />'''Page''' 1,754-755
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[ὑπερέχω]]). Ἀπό ρίζα καδ-. Θέμα: καν +j+ομαι μέ ἐπένθεση τοῦ j → καίνομαι καί [[καίνυμαι]].
}}
}}