καίνυμαι
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
Middle Liddell
[the pluperfect commonly functions as imperf.]
to surpass, excel, ἐκαίνυτο φῦλ' ἀνθρώπων νῆα κυβερνῆσαι he surpassed mankind in steering, Od.; ἐγχείηι δ' ἐκέκαστο Πανέλληνας he excelled all the Hellenes in throwing the spear, Od.; ὁμηλικίην ἐκέκαστο γνῶναι surpassed them all in knowledge, Od.: esp. in part., δόλοισι κεκασμένε excellent in wiles, Od.: τέχνηισι κεκασμένος Hes.; φρουραῖς κέκασται is well furnished with, Eur.
French (Bailly abrégé)
seul. prés., impf. ἐκαινύμην, pf. κέκασμαι, pqp. ἐκεκάσμην;
I. briller;
II. fig. 1 l'emporter sur : τινα νῆα κυβερνῆσαι OD sur qqn dans l'art de diriger un navire ; τινα γνῶναι IL sur qqn dans l'art de connaître, ou simpl. τινι, l'emporter en qch, exceller en qch;
2 au pf. être en bon état : εὖ κεκασμένον δόρυ ESCHL armée bien équipée.
Étymologie: p. *κάδνυμαι, de la R. Καδ, prendre soin de ; cf. κήδω.
Russian (Dvoretsky)
καίνῠμαι: (pf. κέκασμαι, ppf. ἐκεκάσμην)
1 блистать, быть украшенным: ὦμος ἐλέφαντι κεκαδμένος Pind. плечо (Пелопа), украшенное (или сверкающее) слоновой костью;
2 быть снабженным: τείχη φρουραῖς κέκασται Eur. стены защищены гарнизоном; εὖ κεκασμένον δορυ Aesch. хорошо вооруженное войско;
3 перен. блистать, выдаваться, отличаться, превосходить (ἀρετῇσι κεκασμένος ἐν Δαναοῖσι Hom.): πανουργίαις κεκασμένον Arph. неистощимый в плутнях; κ. ἡλικίην ἔγχεΐ θ᾽ ἱπποσύνῃ τε Hom. превосходить сверстников в копьеметании и в конной езде; κ. τινα ὄρνιθας γνῶναι Hom. затмевать кого-л. искусством птицегадания.
Greek (Liddell-Scott)
καίνυμαι: ἀποθ., ὑπερτερῶ, ὑπερέχω, μετ’ αἰτιατ. προσώπ. καὶ ἀπαρ. δηλοῦντος τὸ κατά τι, ἐκαίνυτο φῦλ’ ἀνθρώπων νῆα κυβερνῆσαι, ὑπερέβαινε πάσας τὰς φυλὰς τῶν ἀνθρώπων κατὰ τὴν τέχνην τοῦ κυβερνᾶν πλοῖον, «ἐκαίνυτο, πάνυ ἐνίκα» (Εὐστ.), Ὀδ. Γ. 282· ὡσαύτως μετὰ δοτ. πράγματος, ἣ ῥα γυναικῶν φῦλον ἐκαίνυτο… εἴδεΐ τε μεγέθει τε Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 4· πρβλ. ἀποκαίνυμαι. - Πλὴν τοῦ παρατ. τούτου, ὁ Ὅμ. συχνάκις μεταχειρίζεται τὸν παρακείμ. καὶ ὑπερσ. κέκασμαι, ἐκεκάσμην, Δωρ. κέκαδμαι, ἅπερ κεῖνται ὡς ἐνεστ. καὶ παρατ. σχηματισθέντα ἐκ ῥήματος *κάζω (ἴδε ἐν τέλει· - ἐκάζοντο, καζόμενος ἀπαντῶσι παρὰ Νικήτ. ἐν Χρον. 120. 141): - ὑπερτερῶ τινα κατά τι, μετ’ αἰτ. προσ. καὶ δοτ. πράγμ., ἐγχείῃ δ’ ἐκέκαστο Πανέλληνας καὶ Ἀχαιοὺς Ἰλ. Β. 530· ὃς ἡλικίην ἐκέκαστο ἔγχεΐ θ’ ἱπποσύνῃ τε, ὃς τοὺς ἥλικας ἐνίκα ἐν τῇ χρήσει τοῦ δόρατος καὶ τῇ ἱππικῇ, Π. 808· ὃς ἀνθρώπους ἐκέκαστο κλεπτοσύνῃ θ’ ὅρκῳ τε Ὀδ. Τ. 395 (ἴδε Σχολιαστ. καὶ Εὐστ.), πρβλ. Ἰλ. Υ. 35· μετ’ ἀπαρ. ἀντὶ δοτ. πράγμ., ὁμηλικίην ἐκέκαστο γνῶναι, ὑπερέβαινε τοὺς ὁμήλικας εἰς τὸ γιγνώσκειν, Ὀδ. Β. 158· οὕτως, ἐκέκαστο ἰθύνειν Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 867, ἴδε τὸ ῥῆμα ἀποκαίνυμαι: - οὕτω καὶ μετὰ δοτ. πράγμ. μόνον, δόλοισι κεκασμένε, ἔξοχε εἰς δόλους, Ἰλ. Δ. 339· παντοίῃς ἀρετῇσι κεκασμένος ἐν Δαναοῖσι Ὀδ. δ. 725, πρβλ. 815, Ι. 509, Ἰλ. Ε. 54· ἀγλαΐην, … μετὰ δμωῇσι κέκασσαι Ὀδ. Τ. 82· ἐκ πάντων τέχνῃσι κεκασμένος Οὐρανιώνων Ἡσ. Θ. 929· μετὰ γεν., τῶν σε, γέρον, πλούτῳ τε καὶ υἱάσι φασὶ κεκάσθαι, «τούτων πάντων, ὦ γέρον, πλούτῳ καὶ υἱοῖς φασί σε προέχειν» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ω. 546· (περὶ τοῦ ἐν Ἰλ. Ω. 535 στίχου: πάντας γὰρ ἐπ’ ἀνθρώπους ἐκέκαστο, ἴδε ἐπικαίνυμαι): - οὕτω παρὰ ποιηταῖς μεθ’ Ὅμηρον, ὦμον ἐλέφαντι κεκαδμένον, κεκοσμημένον, Πινδ. Ο. 1. 42· φρουραῖς κέκασται, εἶναι καλῶς ἐφωδιασμένος μὲ …, Εὐρ. Ἠλ. 616· πανουργίαις μείζοσι κεκασμένον Ἀριστοφ. Ἱππ. 685· καὶ ἀπολ., εὖ κεκασμένον δόρυ, καλῶς ὡπλισμένος ὅμιλος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 766. - Ποιητ. ῥῆμα· διότι τὸ ἐν Πλάτ. Πολ. 334Β εἶναι εἰλημμένον ἐκ τῆς Ὀδ. Τ. 395. (Ἂν καὶ κατὰ τύπον ὅμοιον τῷ καίνω, ὅμως φαίνεται ἀνῆκον μᾶλλον εἰς √ΚΑΔ, ἥτις ἀναφαίνεται ἐν τῷ πρκμ. καὶ ὑπερσ. κέκαδμαι, κτλ.).
English (Autenrieth)
ipf. ἐκαίνυτο, perf. 2 sing. κέκασσαι, 3 κέκασται, inf. κεκάσθαι, plup. (ἐ)κέκαστο: excel, w. acc., ἐκαίνυτο φῦλ' ἀνθρώπων | νῆα κυβερνῆσαι, Od. 3.282; ἐγχείῃ δ' ἐκέκαστο Πανέλληνας καὶ Ἀχαιούς, Il. 2.530; mostly w. dat. of the thing and prep. governing the person, ἐν Δαναοῖσι, μετὰ δμωῇσι, πᾶσαν ἐπ' αἶαν, Od. 4.725, τ , Od. 24.509; gen. of person, Il. 24.546 ; ἐπί with dat. of thing, Il. 20.35.
English (Slater)
καίνυμαι excel, be distinguished (Πέλοπα) ἐλέφαντι φαιδίμον ὦμον κεκαδμένον (O. 1.27) κε]καδμεν[ (Π: ]καδεμεν[ Π̆{S}, v. 1. ?) P. Oxy. 2447 fr. 12.
Greek Monolingual
καίνυμαι (Α)
1. υπερτερώ, υπερέχω (α. «ἐκαίνυτο φῡλ' ἀνθρώπων νῆα κυβερνῆσαι» — ήταν ο ανώτερος απ' όλους τους ανθρώπους στο να κυβερνήσει πλοίο, Ομ. Οδ.
β. «ἥ ῥα γυναικῶν φῡλον ἐκαίνυτο... εἴδεΐ τε μεγέθει τε» — που ξεπερνούσε όλες τις γυναίκες στη μορφή και στ' ανάστημα, Ησίοδ.)
2. (μτχ. παρακμ.) κεκασμένος και δωρ. τ. κεκαδμένος, -η, -ον
α) ξεχωριστός, διακεκριμένος («παντοίης ἀρετῆσι κεκασμένος ἐν Δαναοῖσιν», Ομ. Οδ.
β) στολισμένος, κεκοσμημένος («ὦμον ἐλέφαντι κεκαδμένον» — ώμο στολισμένο με φίλντισι, Πίνδ.)
γ) φρ. «εὖ κεκασμένον δόρυ» — καλά οπλισμένη ομάδα ενόπλων (Αισχ.)
4. (σπάν. τ. ενεργ.) «καινύτω» — νικάτω, ας υπερέχει (Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για υποχωρητ. σχηματισμένο ενεστ. < παρακμ. κέκασμαι αναλογικά προς τα δαίνυμαι: δέδασμαι].
Greek Monotonic
καίνῠμαι: γʹ ενικ. παρατ. ἐκαίνῠτο, παρακ. κέκασμαι, Δωρ. κέκαδμαι (ως ενεστ.)· γʹ ενικ. υπερσ. ἐκέκαστο (ως παρατ.)· αποθ., υπερτερώ, υπερέχω, ἐκαίνυτο φῦλ' ἀνθρώπων νῆα κυβερνῆσαι, ξεπέρασε το είδος των ανθρώπων στην πηδαλιούχηση, σε Ομήρ. Οδ.· ἐγχείῃ δ' ἐκέκαστο Πανέλληνας, υπερείχε στην ρίψη του δόρατος ανάμεσα σ' όλους τους Έλληνες, στο ίδ.· ὁμηλικίην ἐκέκαστο γνῶναι, τους ξεπέρασε όλους στην γνώση, στο ίδ.· ιδίως, σε μτχ., δόλοισι κεκασμένε, εξαιρετικός, άριστος στην πανουργία, στο ίδ.· τέχνῃσι κεκασμένος, σε Ησίοδ.· φρουραῖς κέκασται, είναι καλά εφοδιασμένος, σε Ευρ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: overcome, surpass, excel.
Other forms: in ἐκαίνυτο (γ 282, Hes. Sc. 4), ἀπε- (θ 127, 219; A. R. 2, 783), περι-καίνυται (Nic. Th. 38), act. ipv. καινύτω (Emp. 23, 9)
Origin: GR [a formation built with Greek elements]X [probably]
Etymology: Perhaps analogical from κέκασμαι (s. v.), κέκασται after δαίνυμαι, ἐδαίνυτο, which were connected with δέδασμαι, δέδασται (Brugmann, Grundr.1 2, 1012, Gramm.4 339). - Not with Wackernagel from *καίδ-νυμαι from a supposed *καιδ-νός > καινός (s. v.); not with Osthoff ZGdP. 459f. from *καδνι̯ομαι.
Frisk Etymology German
καίνυμαι: {kaínumai}
Forms: in ἐκαίνυτο (γ 282, Hes. Sc. 4), ἀπε- (θ 127, 219; A. R. 2, 783), περικαίνυται (Nik. Th. 38), Akt. Ipv. καινύτω (Emp. 23, 9)
Grammar: v.
Meaning: sich auszeichnen, übertreffen.
Etymology : Wahrscheinlich kühne Analogiebildung zu κέκασμαι (s. d.), κέκασται nach Muster von δαίνυμαι, ἐδαίνυτο, die mit δέδασμαι, δέδασται verbunden wurden (Brugmann Grundr.1 2, 1012, Gramm.4 339). — Nicht mit Wackernagel aus *καίδνυμαι zum angeblichen *καιδνός > καινός (s. d.); auch nicht mit Osthoff ZGdP. 459f. aus *καδνι̯ομαι.
Page 1,754-755
Mantoulidis Etymological
(=ὑπερέχω). Ἀπό ρίζα καδ-. Θέμα: καν +j+ομαι μέ ἐπένθεση τοῦ j → καίνομαι καί καίνυμαι.