3,277,700
edits
(4b) |
m (Text replacement - "Pseudol" to "Pseudol") |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ινος, ο, η, ΝΜΑ, και [[τριγλώχις]], -ινος και σπάν. τ. ουδ. πληθ. τριγλώχινα, ΜΑ<br />αυτός που έχει [[τρεις]] γλωχίνες, [[τρεις]] αιχμές («τριγλώχινα Σικελίαν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ινος, ο, η, ΝΜΑ, και [[τριγλώχις]], -ινος και σπάν. τ. ουδ. πληθ. τριγλώχινα, ΜΑ<br />αυτός που έχει [[τρεις]] γλωχίνες, [[τρεις]] αιχμές («τριγλώχινα Σικελίαν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[τριγλώχιν]]<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων μονοκότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[οικογένεια]] γιουγκαγινίδες της τάξης ποταμογειτονώδη και περιλαμβάνει 15 [[περίπου]] είδη πολυετών ριζωματωδών ποωδών [[φυτών]] τα οποία απαντούν σε έλη και υγρές ποώδεις διαπλάσεις τών εύκρατων περιοχών και τών δύο ημισφαιρίων<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[τριγλώχιν]] [[βαλβίδα]]»<br /><b>ανατ.</b> η [[βαλβίδα]] του δεξιού κολποκοιλιακού στομίου της καρδιάς, η οποία [[κατά]] την καρδιακή [[συστολή]] εμποδίζει την [[παλινδρόμηση]] του αίματος από τη [[δεξιά]] [[κοιλία]] στον δεξιό [[κόλπο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «τριγλώχινες ὑμένες» — οι βαλβίδες της καρδιάς (Θεόφιλ. Πρωτ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[γλωχίν]] «[[αιχμή]], [[μύτη]]» (<b>πρβλ.</b> <i>τετρα</i>-<i>γλώχιν</i> / <i>τετρα</i>-<i>γλώχις</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''τριγλώχῑν:''' и [[τριγλώχις]], ῑνος adj.<br /><b class="num">1 | |elrutext='''τριγλώχῑν:''' и [[τριγλώχις]], ῑνος adj.<br /><b class="num">1</b> [[трезубый]] ([[ὀϊστός]] Hom.);<br /><b class="num">2</b> [[трехконечный]], [[треугольный]] ([[Σικελία]] Pind.);<br /><b class="num">3</b> [[разрушительный как трезубец]] ([[λόγος]] Luc.). | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[ῑ], ινος, <i>[[dreizüngig]], [[dreispitzig]], [[dreizackig]]</i>; [[ὀϊστός]], [[ἰός]], <i>Il</i>. 5.393, 11.507; [[Σικελία]], Pind. frg. 219; sp.D.; Luc. <i>Pseudol</i>. 29. | |||
}} | }} |