τριγλώχιν

From LSJ

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167

French (Bailly abrégé)

c. τριγλώχις.

Greek Monolingual

-ινος, ο, η, ΝΜΑ, και τριγλώχις, -ινος και σπάν. τ. ουδ. πληθ. τριγλώχινα, ΜΑ
αυτός που έχει τρεις γλωχίνες, τρεις αιχμές («τριγλώχινα Σικελίαν», Πίνδ.)
νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. ο τριγλώχιν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια γιουγκαγινίδες της τάξης ποταμογειτονώδη και περιλαμβάνει 15 περίπου είδη πολυετών ριζωματωδών ποωδών φυτών τα οποία απαντούν σε έλη και υγρές ποώδεις διαπλάσεις τών εύκρατων περιοχών και τών δύο ημισφαιρίων
2. φρ. «τριγλώχιν βαλβίδα»
ανατ. η βαλβίδα του δεξιού κολποκοιλιακού στομίου της καρδιάς, η οποία κατά την καρδιακή συστολή εμποδίζει την παλινδρόμηση του αίματος από τη δεξιά κοιλία στον δεξιό κόλπο
μσν.
φρ. «τριγλώχινες ὑμένες» — οι βαλβίδες της καρδιάς (Θεόφιλ. Πρωτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + γλωχίν «αιχμή, μύτη» (πρβλ. τετρα-γλώχιν / τετρα-γλώχις)].

Russian (Dvoretsky)

τριγλώχῑν: и τριγλώχις, ῑνος adj.
1 трезубый (ὀϊστός Hom.);
2 трехконечный, треугольный (Σικελία Pind.);
3 разрушительный как трезубец (λόγος Luc.).

German (Pape)

[ῑ], ινος, dreizüngig, dreispitzig, dreizackig; ὀϊστός, ἰός, Il. 5.393, 11.507; Σικελία, Pind. frg. 219; sp.D.; Luc. Pseudol. 29.