Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σταφισαγρία: Difference between revisions

From LSJ

Λόγοις ἀμείβου τὸν λόγοις πείθοντά σε → Verbis repone verba suasori tuo → Mit Worten gib dem Antwort, der mit Worten rät

Menander, Monostichoi, 311
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, Ν<br /><b>βοτ.</b> [[είδος]] του φυτού [[δελφίνιο]] εξαιρετικά δηλητηριώδες σε μεγάλες δόσεις, [[αλλά]] φαρμακευτικό στις κατάλληλες, κν. αγριοσταφίδα, [[ψειροβότανο]], παπαζότο κ.ά. [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>staphisagria</i>].
|mltxt=η, Ν<br /><b>βοτ.</b> [[είδος]] του φυτού [[δελφίνιο]] εξαιρετικά δηλητηριώδες σε μεγάλες δόσεις, [[αλλά]] φαρμακευτικό στις κατάλληλες, κν. [[αγριοσταφίδα]], [[ψειροβότανο]], [[παπαζότο]] κ.ά. [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>staphisagria</i>].
}}
}}
{{trml
{{trml

Revision as of 14:48, 24 January 2024

Greek Monolingual

η, Ν
βοτ. είδος του φυτού δελφίνιο εξαιρετικά δηλητηριώδες σε μεγάλες δόσεις, αλλά φαρμακευτικό στις κατάλληλες, κν. αγριοσταφίδα, ψειροβότανο, παπαζότο κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. staphisagria].

Translations

stavesacre

Arabic: عَائِق جَبَلِيّ‎, زَبِيب الْجَبَل‎, زَبِيب بَرِّيّ‎, حَبّ الرَأْس‎; Catalan: estafisàgria; Chinese: 灭虱草; Farsi: زبان‌درقفا; Finnish: karvasritarinkannus; French: dauphinelle staphisaigre, herbe aux goutteux, herbe aux poux, pied-d'alouette staphisaigre, raisin sauvage, staphisaigre; German: Giftiger Rittersporn, Kräusesamen, Läusepfeffer, Läusesamen, Läusezahn, Lauswurz, Mittelmeer-Rittersporn, Stephanskorn, Stephanskraut; Greek: αγριοσταφίδα, δελφίνιο, παπαζότο, σταφισαγρία, ψειροβότανο; Ancient Greek: ἀγριοσταφίς, ἀπάνθρωπον, ἀρνοπολέμιον, ἀρσενωπή, ἀσταφὶς ἀγρία, σταφὶς ἀγρία, φθείριον, φθειροκτόνον; Hornjoserbsce: hniduš; Ido: stafisagro; Hungarian: csípős sarkantyúfű; Italian: stafisagria; Latin: Staphisagria macrosperma, Delphinium staphisagria; Portuguese: estafiságria, erva-piolha, delfim; Russian: живокость аптечная; Spanish: abarraz, albarraz, estafisagria, matapiojos; Swedish: giftriddarsporre; Turkish: bit otu