σταφισαγρία: Difference between revisions
Λόγοις ἀμείβου τὸν λόγοις πείθοντά σε → Verbis repone verba suasori tuo → Mit Worten gib dem Antwort, der mit Worten rät
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, Ν<br /><b>βοτ.</b> [[είδος]] του φυτού [[δελφίνιο]] εξαιρετικά δηλητηριώδες σε μεγάλες δόσεις, [[αλλά]] φαρμακευτικό στις κατάλληλες, κν. αγριοσταφίδα, [[ψειροβότανο]], παπαζότο κ.ά. [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>staphisagria</i>]. | |mltxt=η, Ν<br /><b>βοτ.</b> [[είδος]] του φυτού [[δελφίνιο]] εξαιρετικά δηλητηριώδες σε μεγάλες δόσεις, [[αλλά]] φαρμακευτικό στις κατάλληλες, κν. [[αγριοσταφίδα]], [[ψειροβότανο]], [[παπαζότο]] κ.ά. [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>staphisagria</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{trml | {{trml |
Revision as of 14:48, 24 January 2024
Greek Monolingual
η, Ν
βοτ. είδος του φυτού δελφίνιο εξαιρετικά δηλητηριώδες σε μεγάλες δόσεις, αλλά φαρμακευτικό στις κατάλληλες, κν. αγριοσταφίδα, ψειροβότανο, παπαζότο κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. staphisagria].
Translations
stavesacre
Arabic: عَائِق جَبَلِيّ, زَبِيب الْجَبَل, زَبِيب بَرِّيّ, حَبّ الرَأْس; Catalan: estafisàgria; Chinese: 灭虱草; Farsi: زباندرقفا; Finnish: karvasritarinkannus; French: dauphinelle staphisaigre, herbe aux goutteux, herbe aux poux, pied-d'alouette staphisaigre, raisin sauvage, staphisaigre; German: Giftiger Rittersporn, Kräusesamen, Läusepfeffer, Läusesamen, Läusezahn, Lauswurz, Mittelmeer-Rittersporn, Stephanskorn, Stephanskraut; Greek: αγριοσταφίδα, δελφίνιο, παπαζότο, σταφισαγρία, ψειροβότανο; Ancient Greek: ἀγριοσταφίς, ἀπάνθρωπον, ἀρνοπολέμιον, ἀρσενωπή, ἀσταφὶς ἀγρία, σταφὶς ἀγρία, φθείριον, φθειροκτόνον; Hornjoserbsce: hniduš; Ido: stafisagro; Hungarian: csípős sarkantyúfű; Italian: stafisagria; Latin: Staphisagria macrosperma, Delphinium staphisagria; Portuguese: estafiságria, erva-piolha, delfim; Russian: живокость аптечная; Spanish: abarraz, albarraz, estafisagria, matapiojos; Swedish: giftriddarsporre; Turkish: bit otu