δελφίνιο

From LSJ

Οὐδεὶς ἀνίας χρήματα δοὺς ἐπαύσατο → Nullum e maerore exemit data pecunia → Mit Geld hat keiner noch beendet eine Qual

Menander, Monostichoi, 439

Greek Monolingual

το (Α Δελφίνιος, -ον)
(το ουδ.)
1. ονομασία διαφόρων φυτών της οικογένειας ρανουκουλίδες
2. ονομασία διαφόρων τόπων όπου λατρευόταν ο Απόλλων
αρχ.
1. ιερό του Απόλλωνος στην Αθήνα
2. πληθ. τα Δελφίνια
γιορτή προς τιμήν του Απόλλωνος Δελφινιού
3. (το αρσ.) α) επίθετο του Απόλλωνος
β) ονομασία μήνα στη Θήρα, Αίγινα, Δελφούς κ.α.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δελφίς (-ίνος). Μέσω της λ. Δελφίνιος, ως επίθ. του Απόλλωνος, δηλώνεται η σχέση του θεού τόσο με το δελφίνι, «θεός του δελφινιού» (προστάτης τών ναυτικών), όσο και με τους Δελφούς, «θεός τών Δελφών»].

Translations

stavesacre

Arabic: عَائِق جَبَلِيّ‎, زَبِيب الْجَبَل‎, زَبِيب بَرِّيّ‎, حَبّ الرَأْس‎; Catalan: estafisàgria; Chinese: 灭虱草; Farsi: زبان‌درقفا; Finnish: karvasritarinkannus; French: dauphinelle staphisaigre, herbe aux goutteux, herbe aux poux, pied-d'alouette staphisaigre, raisin sauvage, staphisaigre; German: Giftiger Rittersporn, Kräusesamen, Läusepfeffer, Läusesamen, Läusezahn, Lauswurz, Mittelmeer-Rittersporn, Stephanskorn, Stephanskraut; Greek: αγριοσταφίδα, δελφίνιο, παπαζότο, σταφισαγρία, ψειροβότανο; Ancient Greek: ἀγριοσταφίς, ἀπάνθρωπον, ἀρνοπολέμιον, ἀρσενωπή, ἀσταφὶς ἀγρία, σταφὶς ἀγρία, φθείριον, φθειροκτόνον; Hornjoserbsce: hniduš; Ido: stafisagro; Hungarian: csípős sarkantyúfű; Italian: stafisagria; Latin: Staphisagria macrosperma, Delphinium staphisagria; Portuguese: estafiságria, erva-piolha, delfim; Russian: живокость аптечная; Spanish: abarraz, albarraz, estafisagria, matapiojos; Swedish: giftriddarsporre; Turkish: bit otu