χαλδαϊκός: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / χαλδαΐκός, -ή, -όν, ΝΜΑ [[Χαλδαῖος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Χαλδαίους ή στη [[χώρα]] τους<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «Χαλδαϊκή Εκκλησία»<br /><b>εκκλ.</b> [[τμήμα]] της Νεστοριανής Εκκλησίας, που είχε σημαντική [[παρουσία]] στη Μεσοποταμία και στην Περσία από τον 5ο αιώνα, [[αλλά]] διασκορπίστηκε αργότερα και, [[σήμερα]], [[είναι]] μια ουνιτική Εκκλησία με [[έδρα]] τη Βαγδάτη<br />β) «χαλδαϊκή [[γλώσσα]]» — αρχαία [[γλώσσα]] της βορειοανατολικής Ανατολίας, επίσημη [[γλώσσα]] της Ουραρτού από τον 9ο έως τον 6ο αιώνα π.Χ., αλλ. ουραρτική ή βανική [[γλώσσα]].
|mltxt=-ή, -ό / χαλδαϊκός, -ή, -όν, ΝΜΑ [[Χαλδαῖος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Χαλδαίους ή στη [[χώρα]] τους<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «Χαλδαϊκή Εκκλησία»<br /><b>εκκλ.</b> [[τμήμα]] της Νεστοριανής Εκκλησίας, που είχε σημαντική [[παρουσία]] στη Μεσοποταμία και στην Περσία από τον 5ο αιώνα, [[αλλά]] διασκορπίστηκε αργότερα και, [[σήμερα]], [[είναι]] μια ουνιτική Εκκλησία με [[έδρα]] τη Βαγδάτη<br />β) «χαλδαϊκή [[γλώσσα]]» — αρχαία [[γλώσσα]] της βορειοανατολικής Ανατολίας, επίσημη [[γλώσσα]] της Ουραρτού από τον 9ο έως τον 6ο αιώνα π.Χ., αλλ. ουραρτική ή βανική [[γλώσσα]].
}}
}}
{{trml
{{trml

Latest revision as of 09:13, 26 January 2024

Greek Monolingual

-ή, -ό / χαλδαϊκός, -ή, -όν, ΝΜΑ Χαλδαῖος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Χαλδαίους ή στη χώρα τους
2. φρ. «Χαλδαϊκή Εκκλησία»
εκκλ. τμήμα της Νεστοριανής Εκκλησίας, που είχε σημαντική παρουσία στη Μεσοποταμία και στην Περσία από τον 5ο αιώνα, αλλά διασκορπίστηκε αργότερα και, σήμερα, είναι μια ουνιτική Εκκλησία με έδρα τη Βαγδάτη
β) «χαλδαϊκή γλώσσα» — αρχαία γλώσσα της βορειοανατολικής Ανατολίας, επίσημη γλώσσα της Ουραρτού από τον 9ο έως τον 6ο αιώνα π.Χ., αλλ. ουραρτική ή βανική γλώσσα.

Translations

Chaldean

Arabic: كَلْدَانِيّ‎; Coptic: ⲭⲁⲗⲇⲁⲓⲟⲥ; Czech: chaldejský; Danish: kaldæisk; Esperanto: ĥaldea; Finnish: kaldealainen; Galician: caldeo; German: chaldäisch; Greek: χαλδαϊκός; Hebrew: כַּשְׂדִּי‎; Irish: Caildéach; Latin: chaldaicus; Polish: chaldejski; Russian: халдейский