γλώσσα

From LSJ

τῇ διατάξει σου διαμένει ἡ ἡμέρα ὅτι τὰ σύμπαντα δοῦλα σά → the day continues by thy arrangement; for all things are thy servants

Source

Greek Monolingual

η (AM γλῶσσα και γλῶττα)
1. όργανο μέσα στη στοματική κοιλότητα, που χρησιμεύει για τη γεύση, την κατάποση και την άρθρωση τών φθόγγων
2. όργανο του λόγου («η γλώσσα της διάνοιας»)
3. το σύνολο λέξεων και εκφράσεων ενός λαού που ανήκει στο ίδιο έθνος ή μιας ομάδας ανθρώπων με ιδιαίτερο σύνδεσμο μεταξύ τους («αγγλική γλώσσα», «λατινική γλώσσα» κ.λπ.)
4. διάλεκτος
5. γλώσσημα, άχρηστη ή ξένη λέξη που χρειάζεται εξήγηση
6. οτιδήποτε έχει σχήμα γλώσσας («γλώσσα παπουτσιού», «γλώσσα φωτιάς» κ.λπ.)
νεοελλ.
1. τρόπος εκφράσεως, γλωσσικό ύφος («ποιητική γλώσσα», «στρυφνή γλώσσα» κ.λπ.)
2. μέσα και τρόποι (εκτός από την άρθρωση λέξεων) συνεννοήσεως («η γλώσσα τών ματιών», «η γλώσσα τών λουλουδιών» κ.λπ.)
3. φάση που εμφανίζεται κατά την εξέλιξη μιας γλώσσας και διαφέρει από τις προηγούμενες και επόμενες κατά ορισμένα γνωρίσματα (μορφολογικά, λεκτικά κ.ά.) («καθαρεύουσα», «δημοτική» κ.λπ.)
4. γλώσσα που μιλιέται και γράφεται από κύκλο ανθρώπων ορισμένης επιστήμης ή επαγγέλματος («νομική, ιατρική, μαθηματική κ.λπ. γλώσσα»)
5. αυθάδεια, αθυροστομία, φλυαρία
6. (αρχιτεκτονική) κόσμημα σε σχήμα γλώσσας φιδιού που χωρίζει τα ωά του εχίνου
7. φρ. α) «βγάζω τη γλώσσα μου» — κοροϊδεύω
β) «δάγκωσε ή φάε τη γλώσσα σου» — προτροπή για σιωπή προς αυτούς που προλέγουν κακά
γ) δεν είμαι κύριος της γλώσσας μου» — είμαι αθυρόστομος ή αυθάδης
δ) «δένεται η γλώσσα μου» — δεν μπορώ να μιλήσω, αποστομώνομαι από αμηχανία ή ντροπή
ε) «έχω μακριά γλώσσα ή μια σπιθαμή γλώσσα ή βγάζω γλώσσα» — είμαι προπετής, αυθάδης
στ) η γλώσσα μου είναι ψαλίδι ή ροδάνι ή σπαθί» — είμαι εύγλωττος ή (φλύαρος)
ζ) «η γλώσσα μου στάζει μέλι ή φαρμάκι» — είμαι πολύ ευπροσήγορος ή δηκτικός
η) «λύνεται η γλώσσα μου» — αρχίζω να μιλώ ή να φλυαρώ
θ) «μάλλιασε ή έβγαλε μαλλιά η γλώσσα μου» — κουράστηκα να συμβουλεύω ή να επαναλαμβάνω κάτι
ι) «μού βγαίνει η γλώσσα (μια σπιθαμή)» — υποβάλλομαι σε υπερβολική κούραση
ια) «να καταπιείς τη γλώσσα σου» — να μη μιλήσεις καθόλου
ιβ) «οι κακές γλώσσες» — οι συκοφάντες, οι κακόγλωσσοι
μσν.
πληροφορία
αρχ.
Ι. 1. έθνος, λαός
2. ρήτορας
3. σφήνα (από χρυσό)
4. (μουσική) γλωττίδα του αυλού
II. φρ.
1. «ἀπὸ γλώσσης»
α) με ελευθεροστομία, με ειλικρίνεια του λόγου
β) προφορικά, με το στόμα
2. «γλῶσσαν ἵημι» — μιλώ μια γλώσσα ή διάλεκτο
3. «ἐν κερτομίοις γλώσσαις» — με υβριστική γλώσσα
4. «κακιὰ γλῶσσα» — συκοφαντία
5. «οὐκ ἀπὸ γλώσσης» — όχι με απλό λόγο του στόματος αλλά με επιχειρήματα
6. «πᾶσαν γλῶτταν βασάνιζε» — δοκίμαζε κάθε τέχνη της γλώσσας
7. «πᾶσαν ἵημι γλῶσσαν» — μιλώ χωρίς περιορισμούς, ελεύθερα
8. «τὰ γλώσσης ἄπο» — τα λόγια μας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) γλωχ- (πρβλ. γλωξ, πληθ. γλώχες) + επίθημα -Υά. Η λ. γλώσσα που σήμαινε αρχικά το γνωστό όργανο του στόματος από την Οδύσσεια και μετά δήλωνε και τον λόγο, την ομιλία. Αργότερα η λ. έλαβε πολλές σημασίες και χρήσεις, όπως «δερμάτινο λουρί του παπουτσιού», «γλωττίδα του αυλού» κ.ά. πιθ. από λόγους οικονομίας της γλώσσας ή για εκφραστικότητα.Παράγωγα και σύνθετα της λέξης γλώσσα:
ΠΑΡ. γλωσσάριο(ν), γλώσσημα, γλωσσίδιο(ν), γλωσσικός, γλωσσώδης, γλωττίδα
(AM γλωττίς)
αρχ.
γλωττίζω
νεοελλ.
γλωσσάκι, γλωσσαράς, γλωσσάς, γλωσσεύω, γλωσσιά, γλωσσίτης, γλωσσίτιδα, γλωσσίτσα.
ΣΥΝΘ.
A' ΣΥΝΘ. γλώσσαλγος (και Α γλώσσαργος), γλωσσογράφος, γλωσσοειδής, γλωσσοκάτοχο(ν), γλωσσολαλία, γλωσσοτομία, γλωσσοτομώ
αρχ.
γλωσσόπετρα, γλωσσοχαριτώ, γλωτταργία, γλωττοδεψώ, γλωττοποιώ, γλωττοστροφώ
(αρχ.- μσν.) γλωσσόκομον, γλωσσότμητος
μσν.
γλωσσοδεμένος, γλωσσοκηλόκομπος, γλωσσόκομος, γλωσσοπύρσευτος, γλωσσοπυρσόμορφος, γλωσσοτέχνης
μσν.- νεοελλ.
γλωσσόμορφος, γλωσσοπέδη
νεοελλ.
γλωσσαμύντορας, γλωσσεκτομή, γλωσσοβολώ, γλωσσογεωγραφία, γλωσσογνωσία, γλωσσογονία, γλωσσοδέρνω, γλωσσοδέτης, γλωσσοδέτι, γλωσσοδιδάσκαλος, γλωσσοδίφης, γλωσσοδύνη, γλωσσοελκυστήριος, γλωσσοεπιγλωττιδικός, γλωσσοκαθαριστής, γλωσσοκήλη, γλωσσοκομπιάζω, γλωσσόκομπο, γλωσσοκοπανώ και γλωσσοκοπανίζω, γλωσσοκοπώ, γλωσσολαδή και γλωσσολαβίδα, γλωσσολάλος, γλωσσολογία, γλωσσολόγιο, γλωσσολόγος, γλωσσολύτης, γλωσσομαθής, γλωσσομανής, γλωσσομίκτης, γλωσσομιξία, γλωσσονόμος, γλωσσοπάθεια, γλωσσοπέταλος, γλωσσοπλάστης, γλωσσοπληγία, γλωσσοπρόφερτος, γλωσσόπτωση, γλωσσόραμμα, γλωσσοτρώγω, γλωσσοϋπερώιος, γλωσσοφαγιά, γλωσσοφάγωμα, γλωσσοφαρυγγικός, γλωσσοφόρος, γλωσσοφυτία, γλωσσόφωνο.
B' ΣΥΝΘ. άγλωσσος (Α και -ττος), αλλόγλωσσος, βαρβαρόγλωσσος, βραδύγλωσσος (Α και -ττος), δίγλωσσος (Α και -ττος), ετερόγλωσσος (Α και -ττος), εύγλωττος, ηδύγλωσσος, κακόγλωσσος, ομόγλωσσος(Α και -ττος), πολύγλωσσος (Α και -ττος), πικρόγλωσσος, ταχύγλωσσος, αρχ. αγκυλόγλωσσος, αθυρόγλωττος, αλιγύγλωσσος, αμφίγλωσσος, αμφοτερόγλωσσος, ανθρωπόγλωττος, βαθύγλωσσος, βαρύγλωσσος, βούγλωσσος, έγγλωττος, ελευθερόγλωσσος, επτάγλωσσος, ευθύγλωττος, θεόγλωσσος, θηλύγλωσσος, ιδιόγλωσσος, ιερόγλωσσος, κατάγλωττος, κυνόγλωσσος, λειόγλωσσος, λιπόγλωσσος, μελίγλωσσος, μιαρόγλωσσος, παλίγγλωσσος, περίγλωσσος, πλατύγλωττος, πρόγλωσσος, τανύγλωσσος, υπόγλωσσος, χρυσόγλωσσος
νεοελλ.
αηδονόγλωσσα, βοϊδόγλωσσα, βρομόγλωσσα, γλυκόγλωσσος, ελληνόγλωσσος, εξώγλωσσος, καθαρόγλωσσος, κακόγλωσσα, καλόγλωσσος, κουτσόγλωσσος, λεξίγλωσσα, μικρόγλωσσος, μιμόγλωσσα, μονόγλωσσος, ξενόγλωσσα, ξενόγλωσσος, παλιόγλωσσα, πεντάγλωσσος, πικρόγλωσσα, ριπιδόγλωσσα, τετράγλωσσος, τρίγλωσσος, φαρμακόγλωσσα, φιδόγλωσσα, χαδιαρόγλωσσα, χυδαιόγλωσσος, ψαλιδόγλωσσος].