ἀπερίδρακτος: Difference between revisions
From LSJ
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[inaprensible]], [[incomprensible]] τὸ | |dgtxt=-ον<br />[[inaprensible]], [[incomprensible]] τὸ ἀπερίδρακτον τῶν ζητουμένων Ath.Al.<i>Dio</i>.20.1, cf. Gr.Nyss.<i>Ep</i>.24.5. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπερίδρακτος''': -ον, ([[περιδράσσομαι]]) ὅν δὲν δύναταί τις νὰ συλλάβῃ, [[ἀκατάληπτος]], τὸ δυσχερὲς ἤ [[τάχα]] καὶ τὸ ἀπερίδρακτον τῶν ζητουμένων προβαλλόμενος Ἀθανάσ. τ. 1. σ. 257Α. ― Ἐπίρρ. -τως ὁ αὐτ. | |lstext='''ἀπερίδρακτος''': -ον, ([[περιδράσσομαι]]) ὅν δὲν δύναταί τις νὰ συλλάβῃ, [[ἀκατάληπτος]], τὸ δυσχερὲς ἤ [[τάχα]] καὶ τὸ ἀπερίδρακτον τῶν ζητουμένων προβαλλόμενος Ἀθανάσ. τ. 1. σ. 257Α. ― Ἐπίρρ. -τως ὁ αὐτ. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:54, 29 January 2024
Spanish (DGE)
-ον
inaprensible, incomprensible τὸ ἀπερίδρακτον τῶν ζητουμένων Ath.Al.Dio.20.1, cf. Gr.Nyss.Ep.24.5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπερίδρακτος: -ον, (περιδράσσομαι) ὅν δὲν δύναταί τις νὰ συλλάβῃ, ἀκατάληπτος, τὸ δυσχερὲς ἤ τάχα καὶ τὸ ἀπερίδρακτον τῶν ζητουμένων προβαλλόμενος Ἀθανάσ. τ. 1. σ. 257Α. ― Ἐπίρρ. -τως ὁ αὐτ.