εξογκώνω: Difference between revisions
From LSJ
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
(12) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM ἐξογκῶ, -όω)<br /><b>1.</b> [[αυξάνω]] τον όγκο κάποιου, [[πρήζω]], [[φουσκώνω]] ( | |mltxt=(AM ἐξογκῶ, -όω)<br /><b>1.</b> [[αυξάνω]] τον όγκο κάποιου, [[πρήζω]], [[φουσκώνω]] («ἐξογκοῖ τὰς [[παρειάς]]», Τζέτζ)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[υπερηφανεύομαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[παρουσιάζω]] [[κάτι]] εξογκωμένο, υπερβολικά μεγαλύτερο ή σπουδαιότερο από ό,τι πραγματικά [[είναι]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:26, 6 February 2024
Greek Monolingual
(AM ἐξογκῶ, -όω)
1. αυξάνω τον όγκο κάποιου, πρήζω, φουσκώνω («ἐξογκοῖ τὰς παρειάς», Τζέτζ)
2. μέσ. υπερηφανεύομαι
νεοελλ.
παρουσιάζω κάτι εξογκωμένο, υπερβολικά μεγαλύτερο ή σπουδαιότερο από ό,τι πραγματικά είναι.