υπερηφανεύομαι
From LSJ
Νίκησον ὀργὴν τῷ λογίζεσθαι καλῶς → Ratione rem putando vince irae impetum → Besiege deinen Zorn durch deines Denkens Kraft
Greek Monolingual
ὑπερηφανεύομαι ΝΜΑ, και ενεργ. τ. ύπερηφανεύω Α ὑπερήφανος
φέρομαι με υπεροψία, κομπάζω
νεοελλ.
(με θετ. σημ.) είμαι περήφανος, περηφανεύομαι, το 'χω για καμάρι («υπερηφανεύεται για το επίτευγμά του»).