υπερηφανεύομαι

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source

Greek Monolingual

ὑπερηφανεύομαι ΝΜΑ, και ενεργ. τ. ύπερηφανεύω Α ὑπερήφανος
φέρομαι με υπεροψία, κομπάζω
νεοελλ.
(με θετ. σημ.) είμαι περήφανος, περηφανεύομαι, το 'χω για καμάρι («υπερηφανεύεται για το επίτευγμά του»).