εκπίπτω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐκπίπτω]], Α και [[ἐκπίτνω]])<br />[[χάνω]] την [[αξία]] ή το αξίωμά μου (α. «εξέπεσε από τον θρόνο» β. «ἐκ πολλῶν τε καὶ εὐδαιμόνων ἐκπεσὼν ἐς πτωχηΐην ἀπῑκται», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[χάνω]] την αγοραστική μου [[αξία]], μειώνομαι, υποτιμώμαι («η [[αξία]] του νομίσματος εκπίπτει»)<br /><b>2.</b> [[παρακμάζω]]<br /><b>3.</b> [[μειώνω]] την [[τιμή]] εμπορεύματος<br /><b>4.</b> [[χάνω]] την [[περιουσία]] μου, [[ξεπέφτω]]<br /><b>5.</b> (για [[μόδα]]) [[παύω]] να χρησιμοποιούμαι, αχρηστεύομαι<br /><b>6.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ξεπέφτω]], μειώνομαι ηθικά, εξαχρειώνομαι<br /><b>7.</b> <b>ναυτ.</b> έχω [[μεγάλη]] [[γωνία]] εκπτώσεως, [[χάνω]] τη [[ρότα]] μου<br /><b>8.</b> παρασύρομαι από τον άνεμο, [[πέφτω]] σε [[ξέρα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> (για λόγο) [[ξεφεύγω]] από το κύριο [[θέμα]], [[αποτυχαίνω]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «εἰς κόλασιν [[ἐκπίπτω]]» — [[ξεπέφτω]] στην [[αμαρτία]] και τιμωρούμαι<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ἐκπίπτω]] τοῦ ζῆν» — [[πεθαίνω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[πέφτω]] στα χέρια κάποιου<br /><b>2.</b> (για αρραβώνα) [[χάνω]] τα δώρα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με γεν. ή δοτ.) [[πέφτω]] έξω από [[κάτι]] («ἔκπεσε δίφρου», Ιλ.)<br /><b>2.</b> [[πέφτω]] έξω<br /><b>3.</b> (για δέντρα ή αστέρια) [[πέφτω]] [[κάτω]], ξεριζώνομαι (συν. ως παθ. του [[εκβάλλω]])<br /><b>4.</b> (για ναυτικούς) ρίχνομαι στην [[ξηρά]]<br /><b>5.</b> (για [[πλοίο]]) [[ναυαγώ]]<br /><b>6.</b> (για ψάρια) [[βγαίνω]] στην [[ξηρά]]<br /><b>7.</b> εκδιώκομαι («οἱ πολέμῳ ἤ στάσει ἐκπίπτοντες», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>8.</b> (για [[μέλη]] του σώματος) εξαρθρώνομαι<br /><b>9.</b> (για [[σάρκα]], δόντια, φτερά <b>κ.λπ.</b>) νεκρώνομαι και [[πέφτω]]<br /><b>10.</b> [[εξορμώ]], επιτίθεμαι<br /><b>11.</b> (για ακτίνες) εκπέμπομαι<br /><b>12.</b> (για ψήφο) [[διαφεύγω]], [[πέφτω]] έξω<br /><b>13.</b> [[καταλήγω]]<br /><b>14.</b> (για κύβους) ρίχνομαι<br /><b>15.</b> [[διαφεύγω]], [[ξεφεύγω]] («βοηθησάντων Θηβαίων οἱ μὲν ξυνελήφθησαν, οἱ δ' ἐξέπεσον Ἀθήναζε», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>16.</b> (για [[φωνή]]) ακούγομαι<br /><b>17.</b> (για χρησμό) ανακοινώνομαι, κοινολογούμαι<br /><b>18.</b> [[παρεκκλίνω]], [[βγαίνω]] από τον δρόμο<br /><b>19.</b> [[παρεκβαίνω]]<br /><b>20.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[ξεφεύγω]] από [[απροσεξία]]<br /><b>21.</b> [[μεταπίπτω]] («εἰς ἀλλότριον [[ἦθος]] ἐκπίπτειν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>22.</b> παρασύρομαι<br /><b>23.</b> [[χάνω]] το [[κύρος]] μου<br /><b>24.</b> ερειπώνομαι, σωριάζομαι<br /><b>25.</b> (για ηθοποιό ή δραματικό [[έργο]] ή ρήτορα) αποδοκιμάζομαι με σφυρίγματα<br /><b>26.</b> (για νομίσματα) αποσύρομαι από την [[κυκλοφορία]]<br /><b>27.</b> καταργούμαι, παύομαι<br /><b>28.</b> [[υπερβάλλω]] («εἰς ἄπειρον ἐκπίπτει», Επίκ.)<br /><b>29.</b> <b>(γεωμ.)</b> παράγομαι, γεννιέμαι.
|mltxt=(AM [[ἐκπίπτω]], Α και [[ἐκπίτνω]])<br />[[χάνω]] την [[αξία]] ή το αξίωμά μου (α. «εξέπεσε από τον θρόνο» β. «ἐκ πολλῶν τε καὶ εὐδαιμόνων ἐκπεσὼν ἐς πτωχηΐην ἀπῖκται», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[χάνω]] την αγοραστική μου [[αξία]], μειώνομαι, υποτιμώμαι («η [[αξία]] του νομίσματος εκπίπτει»)<br /><b>2.</b> [[παρακμάζω]]<br /><b>3.</b> [[μειώνω]] την [[τιμή]] εμπορεύματος<br /><b>4.</b> [[χάνω]] την [[περιουσία]] μου, [[ξεπέφτω]]<br /><b>5.</b> (για [[μόδα]]) [[παύω]] να χρησιμοποιούμαι, αχρηστεύομαι<br /><b>6.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ξεπέφτω]], μειώνομαι ηθικά, εξαχρειώνομαι<br /><b>7.</b> <b>ναυτ.</b> έχω [[μεγάλη]] [[γωνία]] εκπτώσεως, [[χάνω]] τη [[ρότα]] μου<br /><b>8.</b> παρασύρομαι από τον άνεμο, [[πέφτω]] σε [[ξέρα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> (για λόγο) [[ξεφεύγω]] από το κύριο [[θέμα]], [[αποτυχαίνω]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «εἰς κόλασιν [[ἐκπίπτω]]» — [[ξεπέφτω]] στην [[αμαρτία]] και τιμωρούμαι<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ἐκπίπτω]] τοῦ ζῆν» — [[πεθαίνω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[πέφτω]] στα χέρια κάποιου<br /><b>2.</b> (για αρραβώνα) [[χάνω]] τα δώρα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με γεν. ή δοτ.) [[πέφτω]] έξω από [[κάτι]] («ἔκπεσε δίφρου», Ιλ.)<br /><b>2.</b> [[πέφτω]] έξω<br /><b>3.</b> (για δέντρα ή αστέρια) [[πέφτω]] [[κάτω]], ξεριζώνομαι (συν. ως παθ. του [[εκβάλλω]])<br /><b>4.</b> (για ναυτικούς) ρίχνομαι στην [[ξηρά]]<br /><b>5.</b> (για [[πλοίο]]) [[ναυαγώ]]<br /><b>6.</b> (για ψάρια) [[βγαίνω]] στην [[ξηρά]]<br /><b>7.</b> εκδιώκομαι («οἱ πολέμῳ ἤ στάσει ἐκπίπτοντες», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>8.</b> (για [[μέλη]] του σώματος) εξαρθρώνομαι<br /><b>9.</b> (για [[σάρκα]], δόντια, φτερά <b>κ.λπ.</b>) νεκρώνομαι και [[πέφτω]]<br /><b>10.</b> [[εξορμώ]], επιτίθεμαι<br /><b>11.</b> (για ακτίνες) εκπέμπομαι<br /><b>12.</b> (για ψήφο) [[διαφεύγω]], [[πέφτω]] έξω<br /><b>13.</b> [[καταλήγω]]<br /><b>14.</b> (για κύβους) ρίχνομαι<br /><b>15.</b> [[διαφεύγω]], [[ξεφεύγω]] («βοηθησάντων Θηβαίων οἱ μὲν ξυνελήφθησαν, οἱ δ' ἐξέπεσον Ἀθήναζε», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>16.</b> (για [[φωνή]]) ακούγομαι<br /><b>17.</b> (για χρησμό) ανακοινώνομαι, κοινολογούμαι<br /><b>18.</b> [[παρεκκλίνω]], [[βγαίνω]] από τον δρόμο<br /><b>19.</b> [[παρεκβαίνω]]<br /><b>20.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[ξεφεύγω]] από [[απροσεξία]]<br /><b>21.</b> [[μεταπίπτω]] («εἰς ἀλλότριον [[ἦθος]] ἐκπίπτειν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>22.</b> παρασύρομαι<br /><b>23.</b> [[χάνω]] το [[κύρος]] μου<br /><b>24.</b> ερειπώνομαι, σωριάζομαι<br /><b>25.</b> (για ηθοποιό ή δραματικό [[έργο]] ή ρήτορα) αποδοκιμάζομαι με σφυρίγματα<br /><b>26.</b> (για νομίσματα) αποσύρομαι από την [[κυκλοφορία]]<br /><b>27.</b> καταργούμαι, παύομαι<br /><b>28.</b> [[υπερβάλλω]] («εἰς ἄπειρον ἐκπίπτει», Επίκ.)<br /><b>29.</b> <b>(γεωμ.)</b> παράγομαι, γεννιέμαι.
}}
}}