εκπίπτω

From LSJ

ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat

Source

Greek Monolingual

(AM ἐκπίπτω, Α και ἐκπίτνω)
χάνω την αξία ή το αξίωμά μου (α. «εξέπεσε από τον θρόνο» β. «ἐκ πολλῶν τε καὶ εὐδαιμόνων ἐκπεσὼν ἐς πτωχηΐην ἀπῖκται», Ηρόδ.)
νεοελλ.
1. χάνω την αγοραστική μου αξία, μειώνομαι, υποτιμώμαι («η αξία του νομίσματος εκπίπτει»)
2. παρακμάζω
3. μειώνω την τιμή εμπορεύματος
4. χάνω την περιουσία μου, ξεπέφτω
5. (για μόδα) παύω να χρησιμοποιούμαι, αχρηστεύομαι
6. (για πρόσ.) ξεπέφτω, μειώνομαι ηθικά, εξαχρειώνομαι
7. ναυτ. έχω μεγάλη γωνία εκπτώσεως, χάνω τη ρότα μου
8. παρασύρομαι από τον άνεμο, πέφτω σε ξέρα
αρχ.-μσν.
1. (για λόγο) ξεφεύγω από το κύριο θέμα, αποτυχαίνω
2. φρ. «εἰς κόλασιν ἐκπίπτω» — ξεπέφτω στην αμαρτία και τιμωρούμαι
3. φρ. «ἐκπίπτω τοῦ ζῆν» — πεθαίνω
μσν.
1. πέφτω στα χέρια κάποιου
2. (για αρραβώνα) χάνω τα δώρα
αρχ.
1. (με γεν. ή δοτ.) πέφτω έξω από κάτι («ἔκπεσε δίφρου», Ιλ.)
2. πέφτω έξω
3. (για δέντρα ή αστέρια) πέφτω κάτω, ξεριζώνομαι (συν. ως παθ. του εκβάλλω)
4. (για ναυτικούς) ρίχνομαι στην ξηρά
5. (για πλοίο) ναυαγώ
6. (για ψάρια) βγαίνω στην ξηρά
7. εκδιώκομαι («οἱ πολέμῳ ἤ στάσει ἐκπίπτοντες», Θουκ.)
8. (για μέλη του σώματος) εξαρθρώνομαι
9. (για σάρκα, δόντια, φτερά κ.λπ.) νεκρώνομαι και πέφτω
10. εξορμώ, επιτίθεμαι
11. (για ακτίνες) εκπέμπομαι
12. (για ψήφο) διαφεύγω, πέφτω έξω
13. καταλήγω
14. (για κύβους) ρίχνομαι
15. διαφεύγω, ξεφεύγω («βοηθησάντων Θηβαίων οἱ μὲν ξυνελήφθησαν, οἱ δ' ἐξέπεσον Ἀθήναζε», Θουκ.)
16. (για φωνή) ακούγομαι
17. (για χρησμό) ανακοινώνομαι, κοινολογούμαι
18. παρεκκλίνω, βγαίνω από τον δρόμο
19. παρεκβαίνω
20. (για πράγμ.) ξεφεύγω από απροσεξία
21. μεταπίπτω («εἰς ἀλλότριον ἦθος ἐκπίπτειν», Πλάτ.)
22. παρασύρομαι
23. χάνω το κύρος μου
24. ερειπώνομαι, σωριάζομαι
25. (για ηθοποιό ή δραματικό έργο ή ρήτορα) αποδοκιμάζομαι με σφυρίγματα
26. (για νομίσματα) αποσύρομαι από την κυκλοφορία
27. καταργούμαι, παύομαι
28. υπερβάλλω («εἰς ἄπειρον ἐκπίπτει», Επίκ.)
29. (γεωμ.) παράγομαι, γεννιέμαι.