λυμαίνω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>I.</b> <i>(Act. seul. ao.</i> ἐλύμηνα, <i>forme réc.)</i> endommager, souiller ; <i>Pass.</i> être maltraité, se gâter : ἃ [[οὔτε]] κατασήπεται [[οὔτε]] λυμαίνεται XÉN ce qui ne se pourrit ni ne se corrompt;<br /><b>II.</b> <i>Moy.</i> λυμαίνομαι (<i>f.</i> λυμανοῦμαι, <i>ao.</i> ἐλυμηνάμην);<br /><b>1</b> souiller, gâter, corrompre : λ. νόμους LYS violer les lois;<br /><b>2</b> ruiner, détruire : ὅσα μετ’ ἐλπίδων λυμαίνεται THC tout ce qui est détruit avec nos espérances;<br /><b>3</b> maltraiter, traiter indignement, acc. : λύμῃσι ἀνηκέστοισι λυμαίνεσθαί τινα HDT infliger à qqn le plus indigne traitement ; τινι : λ. νεκρῷ HDT faire subir à un mort d’indignes traitements ; πάντα λυμαίνεσθαι HDT infliger tous les mauvais traitements possibles.<br />'''Étymologie:''' [[λύμη]].
|btext=<b>I.</b> <i>(Act. seul. ao.</i> ἐλύμηνα, <i>forme réc.)</i> endommager, souiller ; <i>Pass.</i> être maltraité, se gâter : ἃ [[οὔτε]] κατασήπεται [[οὔτε]] λυμαίνεται XÉN ce qui ne se pourrit ni ne se corrompt;<br /><b>II.</b> <i>Moy.</i> λυμαίνομαι (<i>f.</i> λυμανοῦμαι, <i>ao.</i> ἐλυμηνάμην);<br /><b>1</b> [[souiller]], [[gâter]], [[corrompre]] : λ. νόμους LYS violer les lois;<br /><b>2</b> [[ruiner]], [[détruire]] : ὅσα μετ' ἐλπίδων λυμαίνεται THC tout ce qui est détruit avec nos espérances;<br /><b>3</b> [[maltraiter]], [[traiter indignement]], acc. : λύμῃσι ἀνηκέστοισι λυμαίνεσθαί τινα HDT infliger à qqn le plus indigne traitement ; τινι : λ. νεκρῷ HDT faire subir à un mort d'indignes traitements ; πάντα λυμαίνεσθαι HDT infliger tous les mauvais traitements possibles.<br />'''Étymologie:''' [[λύμη]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[λυμαίνω]]) [[λύμη]]<br /><b>μέσ.</b> [[λυμαίνομαι]]<br />[[επιφέρω]] όλεθρο, [[προξενώ]] [[φθορά]], [[βλάπτω]], [[καταστρέφω]], [[ρημάζω]] (α. «οι ληστές λυμαίνονταν την ύπαιθρο» β. «τὴν ἀκρίδα τὴν λυμαινομένην ἡμῶν τοὺς καρπούς», <b>Συνέσ.</b><br />γ. «οὐχ ὁ θεὸς τὸ [[σῶμα]] λυμαίνεται, ἀλλ' ἡ νοῡσος», Ιπποκρ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> καταστρέφομαι, βλάπτομαι<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>ενεργ.</b> [[καταστρέφω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b><br /><b>1.</b> [[μεταχειρίζομαι]] κάποιον με άσχημο τρόπο, [[βασανίζω]], [[κακοποιώ]] κάποιον, [[ιδίως]] με [[μαστίγωση]] ή με [[φυλάκιση]], με [[δεσμά]] («ἐξαγγέλλει δέ τις τῷ Ἀρισταγόρῃ ὅτι τὸν ξεῑνον οἱ τὸν Μύνδιον Μεγαβάτης δήσας λυμαίνοιτο», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σκοτώνω]], [[φονεύω]] («τῷ τε κεράμῳ βάλλοντες αὐτοὺς καὶ λίθων βολαῑς τῶν τε ἄλλων ὀστράκων ἐλυμαίνοντο», <b>Ηρωδιαν.</b>)<br /><b>3.</b> (σχετικά με νόμο) [[τροποποιώ]], [[μεταβάλλω]] [[προς]] το χειρότερο («[[οὗτος]] αὐτοῦ μένων τοὺς Σόλωνος νόμους έλυμαίνετο», Λυσ.)<br /><b>4.</b> (για ηθοποιό) [[διαστρέφω]], [[παραμορφώνω]] με την κακή μου [[απαγγελία]] («παρ' ἃς παρανάγνωθι καὶ σύ μοι τὰς ῥήσεις ἃς ἐλυμήνου», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>5.</b> (με [[ηθική]] [[έννοια]]) [[προσβάλλω]], [[ατιμάζω]], [[ντροπιάζω]] («τῆς σῆς πόλεώς θ', ἥτις σε τρέφει λυμαινόμενον τοῑς μειρακίοις», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>6.</b> (με δοτ. του τρόπου) [[μεταχειρίζομαι]] κάποιον με τον χειρότερο τρόπο<br /><b>7.</b> [[επιφέρω]] [[κάθε]] δυνατή [[βλάβη]] ή [[ζημιά]]<br /><b>8.</b> [[μολύνω]], [[λερώνω]]<br /><b>9.</b> [[επιβάλλω]] [[πρόστιμο]] ή [[ποινή]]<br /><b>10.</b> <b>παθ.</b> α) ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι από κάποιον («καὶ διώκεσθαι πόλεως χαλκηλάτῳ πλάστιγγι λυμανθὲν [[δέμας]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br />β) εξευτελίζομαι, καταρρακώνομαι.
|mltxt=(AM [[λυμαίνω]]) [[λύμη]]<br /><b>μέσ.</b> [[λυμαίνομαι]]<br />[[επιφέρω]] όλεθρο, [[προξενώ]] [[φθορά]], [[βλάπτω]], [[καταστρέφω]], [[ρημάζω]] (α. «οι ληστές λυμαίνονταν την ύπαιθρο» β. «τὴν ἀκρίδα τὴν λυμαινομένην ἡμῶν τοὺς καρπούς», <b>Συνέσ.</b><br />γ. «οὐχ ὁ θεὸς τὸ [[σῶμα]] λυμαίνεται, ἀλλ' ἡ νοῦσος», Ιπποκρ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> καταστρέφομαι, βλάπτομαι<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>ενεργ.</b> [[καταστρέφω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b><br /><b>1.</b> [[μεταχειρίζομαι]] κάποιον με άσχημο τρόπο, [[βασανίζω]], [[κακοποιώ]] κάποιον, [[ιδίως]] με [[μαστίγωση]] ή με [[φυλάκιση]], με [[δεσμά]] («ἐξαγγέλλει δέ τις τῷ Ἀρισταγόρῃ ὅτι τὸν ξεῖνον οἱ τὸν Μύνδιον Μεγαβάτης δήσας λυμαίνοιτο», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σκοτώνω]], [[φονεύω]] («τῷ τε κεράμῳ βάλλοντες αὐτοὺς καὶ λίθων βολαῖς τῶν τε ἄλλων ὀστράκων ἐλυμαίνοντο», <b>Ηρωδιαν.</b>)<br /><b>3.</b> (σχετικά με νόμο) [[τροποποιώ]], [[μεταβάλλω]] [[προς]] το χειρότερο («[[οὗτος]] αὐτοῦ μένων τοὺς Σόλωνος νόμους έλυμαίνετο», Λυσ.)<br /><b>4.</b> (για ηθοποιό) [[διαστρέφω]], [[παραμορφώνω]] με την κακή μου [[απαγγελία]] («παρ' ἃς παρανάγνωθι καὶ σύ μοι τὰς ῥήσεις ἃς ἐλυμήνου», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>5.</b> (με [[ηθική]] [[έννοια]]) [[προσβάλλω]], [[ατιμάζω]], [[ντροπιάζω]] («τῆς σῆς πόλεώς θ', ἥτις σε τρέφει λυμαινόμενον τοῖς μειρακίοις», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>6.</b> (με δοτ. του τρόπου) [[μεταχειρίζομαι]] κάποιον με τον χειρότερο τρόπο<br /><b>7.</b> [[επιφέρω]] [[κάθε]] δυνατή [[βλάβη]] ή [[ζημιά]]<br /><b>8.</b> [[μολύνω]], [[λερώνω]]<br /><b>9.</b> [[επιβάλλω]] [[πρόστιμο]] ή [[ποινή]]<br /><b>10.</b> <b>παθ.</b> α) ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι από κάποιον («καὶ διώκεσθαι πόλεως χαλκηλάτῳ πλάστιγγι λυμανθὲν [[δέμας]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br />β) εξευτελίζομαι, καταρρακώνομαι.
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':luma⋯nomai 呂買挪買<br />'''詞類次數''':動詞(1)<br />'''原文字根''':釋放 忿怒 相當於: ([[אָבַד]]&#x200E;)  ([[כִּרְסֵם]]&#x200E;)  ([[שָׁחַת]]&#x200E;)<br />'''字義溯源''':污損^,毀壞,蹂躪,殘害;或出自([[λύω]])=解開*)。這字用來描寫掃羅受了嚴緊的律法教導,如何去‘殘害’教會,他還自以為是熱心事奉神( 徒8:3;  22:3 ,4)<br />'''出現次數''':總共(1);徒(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 殘害(1) 徒8:3
}}
{{pape
|ptext=[ῡ], <i>[[reinigen]]</i>, erst Sp., wie Liban. <i>Or</i>. IV.350.19, τὰ λυμήναντα τοῖς πράγμασιν. Gew. <b>med. [[λυμαίνομαι]]</b>,<br><b class="num">1</b> <i>sich [[reinigen]]</i>, Hesych., vgl. [[ἀπολυμαίνομαι]].<br><b class="num">2</b> <i>Einen [[schimpflich]], [[schändlich]], wie einen Verworfenen ([[λῦμα]]) [[behandeln]], [[verhöhnen]], [[mißhandeln]]</i>, und gew. überhaupt <i>[[schaden]], [[beschädigen]], [[verletzen]], [[zerstören]]</i>; c. acc., ὀργῇ χάριν δοὺς ἥ σ' ἀεὶ λυμαίνεται, der Zorn, der dir [[immer]] schadet, Soph. <i>O.C</i>. 859; ὃς λέχη λυμαίνεται, Eur. <i>Bacch</i>. 354; [[ἅλις]] λύμης ἣν ἐλυμήνω πάρος, <i>Hel</i>. 1105; τοιαῦτα [[Σοφοκλῆς]] λυμαίνεται [[ἐμέ]], so [[beschimpft]] er mich, Ar. <i>Av</i>. 100; γλῶτταν, <i>Eq</i>. 1281; oft bei Her., λύμῃσι λυμαίνεσθαι, 6.12, [[τἄλλα]] πάντα, 3.16, τὴν ἵππον [[ἀνηκέστως]], 8.28; Thuc. 5.103; Lys. 13.64 (Plat. hat das Wort nicht); λελυμασμένος καὶ ἐφθαρκὼς τὴν πόλεως εὐδαιμονίαν, Din. 1.64; ὡς λελυμασμένοι εἰσὶ τὰ δῶρα, Dem. 59.89; ᾧ λυμαινόμεθα τὴν πρᾶξιν, Xen. <i>An</i>. 1.3.16; γαστέρα, <i>Mem</i>. 1.3.6, [[öfter]]; ὅσα λυμανεῖται πάντα, [[neben]] [[χεῖρον]] ἔχειν τὰ κοινὰ ποιήσει, Dem. 24.1, wie ἐλυμήνατο τὰ πράγματα 19.17; Sp., wie Pol. τὴν χάριτά τινος, 18.26.4, καὶ φθείρειν, 14.15.8. – Auch pass., περὶ [[αὐτοῦ]] δεδεμένου καὶ λυμαινομένου, Antiph. 5.63, und Aesch. χαλκηλάτῳ πλάστιγγι λυμανθὲν [[δέμας]], <i>Ch</i>. 288; [[οὔτε]] κατασήπεται, [[οὔτε]] λυμαίνεται, Xen. <i>Cyr</i>. 8.2.22; ὑπὸ τοιούτων λυμαίνεσθαι, Lys. 28.14; λελύμασμαι ist pass. Paus. 10.15.3, s. [[oben]]. – Auch mit dem dat., τοῖς μειρακίοις, Ar. <i>Nub</i>. 916, wo der Schol. diese [[Konstruktion]] vorzieht; νεκρῷ, Her. 9.79; Xen. <i>Hell</i>. 2.3.26, 7.5.18; τοῖς κοινοῖς, Isocr. 3.18.
}}
}}