μόχθος: Difference between revisions

m
Text replacement - " A.''Pr.''" to " A.''Pr.''"
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - " A.''Pr.''" to " A.''Pr.''")
 
(29 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mochthos
|Transliteration C=mochthos
|Beta Code=mo/xqos
|Beta Code=mo/xqos
|Definition=ὁ, = Homeric <b class="b3">μόγος</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">toil, hardship, distress</b>, ἀμφὶ δ' ἀέθλῳ δῆριν ἔχειν καὶ μ. <span class="bibl">Hes.<span class="title">Sc.</span>306</span>; <b class="b3">μόχθων ἀμπνοά, ἀμοιβά</b>, <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>8.7</span>, <span class="bibl"><span class="title">N.</span>5.48</span>: freq. in Trag., <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>921</span>, <span class="bibl">S.<span class="title">Ph.</span>480</span>, etc.: also in pl., <b class="b2">toils, troubles, hardships</b>, <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>541</span> (lyr.), etc.; of the [[labours]] of Heracles, <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>1101</span>, <span class="bibl">1170</span>; <b class="b3">μ. τέκνων</b> [[for]] them, <span class="bibl">E.<span class="title">Med.</span>1261</span> (lyr.); <b class="b3">μόχθον ἀμφὶ πράγμασι</b> Epigr. ap. <span class="bibl">Aeschin.3.184</span>; <b class="b3">Ἀπελλείου μ. γραφίδος</b>, of a picture, <span class="title">APl.</span>4.178 (Antip. Sid.).—Rare in early Prose (not in Pl. or Oratt.), cf. μ. καὶ ταλαιπωρίη <span class="bibl">Democr.223</span>; ἐλευθέριοι μ. <span class="bibl">X.<span class="title">Smp.</span>2.4</span>; διὰ μόχθων <span class="bibl">Id.<span class="title">Cyr.</span>1.6.25</span>: freq. in <span class="bibl">LXX, <span class="title">Ex.</span>18.8</span>, al.; κόπος καὶ μ. <span class="bibl"><span class="title">1 Ep.Thess.</span>2.9</span>; <b class="b3">μ</b>. implies [[hardship]], <b class="b3">πόνος</b> [[work]] (but <b class="b3">μ</b>. is said to be Cret. for πόνος <span class="title">AB</span>1096).</span>
|Definition=ὁ, = Homeric [[μόγος]], [[toil]], [[hardship]], [[distress]], ἀμφὶ δ' ἀέθλῳ δῆριν ἔχειν καὶ μ. Hes.''Sc.''306; <b class="b3">μόχθων ἀμπνοά, ἀμοιβά</b>, Pi.''O.''8.7, ''N.''5.48: freq. in Trag., A.''Ch.''921, S.''Ph.''480, etc.: also in plural, [[toils]], [[troubles]], [[hardships]], [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''541 (lyr.), etc.; of the [[labour]]s of [[Heracles]], S.''Tr.''1101, 1170; <b class="b3">μόχθος τέκνων</b> [[for]] them, E.''Med.''1261 (lyr.); <b class="b3">μόχθον ἀμφὶ πράγμασι</b> Epigr. ap. Aeschin.3.184; <b class="b3">Ἀπελλείου μ. γραφίδος</b>, of a [[picture]], ''APl.''4.178 (Antip. Sid.).—Rare in early Prose (not in Pl. or Oratt.), cf. μόχθος καὶ [[ταλαιπωρίη]] Democr.223; ἐλευθέριοι μόχθοι X.''Smp.''2.4; διὰ μόχθων Id.''Cyr.''1.6.25: freq. in [[LXX]], ''Ex.''18.8, al.; [[κόπος]] καὶ μόχθος ''1 Ep.Thess.''2.9; [[μόχθος]] implies [[hardship]], [[πόνος]] [[work]] (but [[μόχθος]] is said to be Cret. for [[πόνος]] ''AB''1096).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0212.png Seite 212]] ὁ (vgl. [[μόγος]], verwandt mit [[ἄχθος]] u. [[ὄχθος]]), Anstrengung, [[Mühe]]; Kampfesmühe, Hes. Sc. 306; δορυσσόντων μόχθων ἄταν, Soph. Ai. 1167; oft bei Pind., ἐξαίρετον ἕλε μόχθον, P. 2, 30, μόχθον δύστανον ἀμφέπει, 4, 268, ἀτόλματον Ἑλλάδι μόχθον, I. 7, 11, μόχθων ἀμπνοάν, ἀμοιβάν, O. 8, 7 N. 5, 48; [[μάτην]] ὁ [[μόχθος]], Aesch. Ch. 514; so von den Arbeiten des Herakles, Soph. Tr. 1091; θήρας μόχθον ἐκλελοιπότα, Eur. Hipp. 52; ταύτης ὁ [[μόχθος]] θάπτειν πόσιν, Mel. 1276; ἀμφὶ ξυνοῖσι πράγμασι μόχθον ἔχειν, Epigr. bei Aesch. 3, 184; übh. Mühsal, Noth, [[Elend]], μυρίοις μόχθοις διακναιόμενον, Aesch. Prom. 539 u. öfter; [[τλάμων]] ἄρ' ἐγὼ καὶ μόχθῳ λωβατός, Soph. Phil. 1090; τοῖς θανοῦσι [[μόχθος]] οὐ προσγίγνεται, Tr. 1163; Eur. oft u. sp. D.; auch in späterer Prosa, wie N. T. – Hesych. erkl. [[πόνος]] u. [[κακοπάθεια]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0212.png Seite 212]] ὁ (vgl. [[μόγος]], verwandt mit [[ἄχθος]] u. [[ὄχθος]]), [[Anstrengung]], [[Mühe]]; [[Kampfesmühe]], Hes. Sc. 306; δορυσσόντων μόχθων ἄταν, Soph. Ai. 1167; oft bei Pind., ἐξαίρετον ἕλε μόχθον, P. 2, 30, μόχθον δύστανον ἀμφέπει, 4, 268, ἀτόλματον Ἑλλάδι μόχθον, I. 7, 11, μόχθων ἀμπνοάν, ἀμοιβάν, O. 8, 7 N. 5, 48; [[μάτην]] ὁ [[μόχθος]], Aesch. Ch. 514; so von den Arbeiten des Herakles, Soph. Tr. 1091; θήρας μόχθον ἐκλελοιπότα, Eur. Hipp. 52; ταύτης ὁ [[μόχθος]] θάπτειν πόσιν, Mel. 1276; ἀμφὶ ξυνοῖσι πράγμασι μόχθον ἔχειν, Epigr. bei Aesch. 3, 184; übh. [[Mühsal]], [[Not]], [[Elend]], μυρίοις μόχθοις διακναιόμενον, Aesch. Prom. 539 u. öfter; [[τλάμων]] ἄρ' ἐγὼ καὶ μόχθῳ λωβατός, Soph. Phil. 1090; τοῖς θανοῦσι [[μόχθος]] οὐ προσγίγνεται, Tr. 1163; Eur. oft u. sp. D.; auch in späterer Prosa, wie [[NT|N.T.]] – Hesych. erkl. [[πόνος]] u. [[κακοπάθεια]].
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />[[peine]], [[travail]], [[fatigue]].<br />'''Étymologie:''' R. Μογ, souffrir ; cf. [[μόγις]].
}}
{{elru
|elrutext='''μόχθος:''' ὁ<br /><b class="num">1</b> [[тяжелый труд]], [[мучительное усилие]]: [[μάτην]] ὁ μ.! Aesch. напрасный труд!;<br /><b class="num">2</b> [[страдание]], [[терзание]], [[мука]] (μόχθῳ [[λωβατός]] Soph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μόχθος''': ὁ, = τῷ Ὁμηρικῷ [[μόγος]], [[κόπος]], [[ἔργον]] [[βαρύ]], [[ταλαιπωρία]], [[θλῖψις]], ἀνησυχία, πρῶτον ἐν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 306· ἀκολούθως συχνὸν παρὰ Τραγ., οἵτινες [[ὡσαύτως]] χρῶνται τῇ λέξει ἐν τῷ πληθ., ταλαιπωρίαι, κακοπάθειαι, βάσανα, Αἰσχύλ. Πρ. 541, κτλ.· ἐπὶ τῶν ἄθλων τοῦ Ἡρακλέους, Σοφ. Τρ. 1101, 1170· μ. τέκνων, [[ὑπὲρ]] τῶν τέκνων, Εὐρ. Μήδ. 1261· μόχθον ἔχειν [[ἀμφί]] τινι Ἐπίγραμμ. παρ’ Αἰσχίν. 80. 17· μ. γραφίδος, ἐπὶ εἰκόνος, Ἀνθ. Πλαν. 178. - τὸ [[μοχθέω]], [[μόχθος]] δὲν [[εἶναι]] συνήθη παρὰ τοῖς πεζογράφοις, καὶ τοῦτο [[εἶναι]] μία τῶν διαφορῶν ἀπὸ τοῦ [[πονέω]], [[πόνος]]. Προσέτι ἂν καὶ ἀμφότερα κεῖνται ἐπὶ τῆς σημασίας τῆς ταλαιπωρίας, [[ὅμως]] ἡ [[ἔννοια]] αὕτη ἀνήκει [[κυρίως]] εἰς τὸ [[μόχθος]] (ἐκ τοῦ [[μογέω]], [[μόγος]], πρβλ. [[ἄχθος]]), ἐν ᾧ τὸ [[πόνος]] σημαίνει [[ἁπλῶς]] κόπον, [[ἔργον]] κοπῶδες, ἐργασίαν, Λατ. labor (ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης, ἐξ ἧς τὸ [[πένομαι]] [[πένης]], = ἡ τοῦ πένητος [[μοῖρα]]).
|lstext='''μόχθος''': ὁ, = τῷ Ὁμηρικῷ [[μόγος]], [[κόπος]], [[ἔργον]] [[βαρύ]], [[ταλαιπωρία]], [[θλῖψις]], ἀνησυχία, πρῶτον ἐν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 306· ἀκολούθως συχνὸν παρὰ Τραγ., οἵτινες [[ὡσαύτως]] χρῶνται τῇ λέξει ἐν τῷ πληθ., ταλαιπωρίαι, κακοπάθειαι, βάσανα, Αἰσχύλ. Πρ. 541, κτλ.· ἐπὶ τῶν ἄθλων τοῦ Ἡρακλέους, Σοφ. Τρ. 1101, 1170· μ. τέκνων, [[ὑπὲρ]] τῶν τέκνων, Εὐρ. Μήδ. 1261· μόχθον ἔχειν [[ἀμφί]] τινι Ἐπίγραμμ. παρ’ Αἰσχίν. 80. 17· μ. γραφίδος, ἐπὶ εἰκόνος, Ἀνθ. Πλαν. 178. - τὸ [[μοχθέω]], [[μόχθος]] δὲν [[εἶναι]] συνήθη παρὰ τοῖς πεζογράφοις, καὶ τοῦτο [[εἶναι]] μία τῶν διαφορῶν ἀπὸ τοῦ [[πονέω]], [[πόνος]]. Προσέτι ἂν καὶ ἀμφότερα κεῖνται ἐπὶ τῆς σημασίας τῆς ταλαιπωρίας, [[ὅμως]] ἡ [[ἔννοια]] αὕτη ἀνήκει [[κυρίως]] εἰς τὸ [[μόχθος]] (ἐκ τοῦ [[μογέω]], [[μόγος]], πρβλ. [[ἄχθος]]), ἐν ᾧ τὸ [[πόνος]] σημαίνει [[ἁπλῶς]] κόπον, [[ἔργον]] κοπῶδες, ἐργασίαν, Λατ. labor (ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης, ἐξ ἧς τὸ [[πένομαι]] [[πένης]], = ἡ τοῦ πένητος [[μοῖρα]]).
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />peine, travail, fatigue.<br />'''Étymologie:''' R. Μογ, souffrir ; cf. [[μόγις]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[μόχθος]] (-ος, -ου, -ῳ, -ον; -ων, -οις.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[toil]] esp. in [[athletic]] [[effort]]: cf. [[πόνος]]. μαιομένων μεγάλαν ἀρετὰν θυμῷ [[λαβεῖν]], [[τῶν]] δὲ μόχθων ἀμπνοάν (O. 8.7) ἔπορε μόχθῳ βραχύ τι τερπνόν (O. 10.93) ἀνὴρ ἐξαίρετον [[ἕλε]] μόχθον (sc. [[Ἰξίων]]) (P. 2.30) “μόχθου [[καθύπερθε]] [[νεᾶνις]] ἧτορ ἔχοισα” (P. 9.31) γλυκεῖάν [[τοι]] Μενάνδρου σὺν τύχᾳ μόχθων ἀμοιβὰν ἐπαύρεο (N. 5.48) εἰ Μναμοσύνας [[ἕκατι]] λιπαράμπυκος εὕρηται [[ἄποινα]] μόχθων κλυταῖς ἐπέων ἀοιδαῖς (sc. καλὰ ἔργα) (N. 7.16) ἕλκεα ῥῆξαν τὰ μὲν ἀμφ' Ἀχιλεῖ νεοκτόνῳ, ἄλλων τε μόχθων ἐν πολυφθόροις ἁμέραις (N. 8.31) [[ἐπεὶ]] κούφα [[δόσις]] ἀνδρὶ σοφῷ ἀντὶ μόχθων παντοδαπῶν ξυνὸν ὀρθῶσαι [[καλόν]] (I. 1.46) [[οὔτοι]] τετύφλωται μακρὸς [[μόχθος]] [[ἀνδρῶν]] (I. 5.57) μὴ προφαίνειν [[τίς]] φέρεται [[μόχθος]] [[ἄμμιν]] fr. 42. 2. [[μόχθος]] ἡσυχίαν φέρει καιρῷ καταβαίνων (Pae. 2.33) Πηλέος ἀντιθέου μόχθοις νεότας ἐπέλαμψεν μυρίοις (Bergk: μόχοι, μοχθοῖν codd.) fr. 172. 2. met. μόχθον ἄλλοις ἀμφέπει δύστανον ἐν τείχεσιν (sc. [[δρῦς]]) (P. 4.268) and so, [[object]] of [[toil]], [[task]], ἐς Τροίαν, ἥρωσι μόχθον (I. 6.28) [[ἐπειδὴ]] τὸν [[ὑπὲρ]] [[κεφαλᾶς]] γε Ταντάλου λίθον [[παρά]] [[τις]] ἔτρεψεν [[ἄμμι]] [[θεός]], ἀτόλματον Ἑλλάδι μόχθον (φησὶ δὲ τὸν λτ;γτ;έρξου πόλεμον. Σ.) (I. 8.11)
|sltr=[[μόχθος]] (-ος, -ου, -ῳ, -ον; -ων, -οις.) [[toil]] especially in [[athletic]] [[effort]]: cf. [[πόνος]]. μαιομένων μεγάλαν ἀρετὰν θυμῷ [[λαβεῖν]], τῶν δὲ μόχθων ἀμπνοάν (O. 8.7) ἔπορε μόχθῳ βραχύ τι τερπνόν (O. 10.93) ἀνὴρ ἐξαίρετον [[ἕλε]] μόχθον (''[[sc.]]'' [[Ἰξίων]]) (P. 2.30) “μόχθου [[καθύπερθε]] [[νεᾶνις]] ἧτορ ἔχοισα” (P. 9.31) γλυκεῖάν [[τοι]] Μενάνδρου σὺν τύχᾳ μόχθων ἀμοιβὰν ἐπαύρεο (N. 5.48) εἰ Μναμοσύνας [[ἕκατι]] λιπαράμπυκος εὕρηται [[ἄποινα]] μόχθων κλυταῖς ἐπέων ἀοιδαῖς (''[[sc.]]'' καλὰ ἔργα) (N. 7.16) ἕλκεα ῥῆξαν τὰ μὲν ἀμφ' Ἀχιλεῖ νεοκτόνῳ, ἄλλων τε μόχθων ἐν πολυφθόροις ἁμέραις (N. 8.31) [[ἐπεὶ]] κούφα [[δόσις]] ἀνδρὶ σοφῷ ἀντὶ μόχθων παντοδαπῶν ξυνὸν ὀρθῶσαι [[καλόν]] (I. 1.46) [[οὔτοι]] τετύφλωται μακρὸς [[μόχθος]] [[ἀνδρῶν]] (I. 5.57) μὴ προφαίνειν [[τίς]] φέρεται [[μόχθος]] [[ἄμμιν]] fr. 42. 2. [[μόχθος]] ἡσυχίαν φέρει καιρῷ καταβαίνων (Pae. 2.33) Πηλέος ἀντιθέου μόχθοις νεότας ἐπέλαμψεν μυρίοις (Bergk: μόχοι, μοχθοῖν codd.) fr. 172. 2. met. μόχθον ἄλλοις ἀμφέπει δύστανον ἐν τείχεσιν (''[[sc.]]'' [[δρῦς]]) (P. 4.268) and so, [[object]] of [[toil]], [[task]], ἐς Τροίαν, ἥρωσι μόχθον (I. 6.28) [[ἐπειδὴ]] τὸν [[ὑπὲρ]] [[κεφαλᾶς]] γε Ταντάλου λίθον [[παρά]] [[τις]] ἔτρεψεν [[ἄμμι]] [[θεός]], ἀτόλματον Ἑλλάδι μόχθον (φησὶ δὲ τὸν λτ;γτ;έρξου πόλεμον. Σ.) (I. 8.11)
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 29: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[μόχτος]], ο (ΑΜ [[μόχθος]], Μ και [[μόχτος]])<br /><b>1.</b> [[σωματικός]] [[κόπος]], επίπονη [[προσπάθεια]], [[καταπόνηση]]:<br /><b>2.</b> [[ταλαιπωρία]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[θλίψη]]<br /><b>2.</b> [[βιασύνη]], [[σπουδή]]<br /><b>3.</b> [[βιοπάλη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι μόχθοι</i><br />οι δυσχέρειες, τα βάσανα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[μόχθος]] τέκνων» — [[μόχθος]] [[υπέρ]] τών τέκνων, για [[χάρη]] τών παιδιών (<b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>smog</i>- «ταλαιπωρούμαι με ένα μεγάλο [[φορτίο]]» (<b>πρβλ.</b> [[μόγος]]) και εμφανίζει εκφραστικό [[επίθημα]] -<i>θος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>άχ</i>-<i>θος</i>, <i>όχ</i>-<i>θος</i>, <i>βρόχ</i>-<i>θος</i>). Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το αρχ. ινδ. <i>myaks</i>- «[[είμαι]] [[σταθερός]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μοχθηρός]], [[μοχθώ]] (Ι)<br /><b>αρχ.</b><br />[[μοχθήεις]], [[μοχθίζω]], [[μοχθώ]] (ΙΙ), [[μοχθώδης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[άμοχθος]], [[βαρύμοχθος]], [[επίμοχθος]], [[πολύμοχθος]], [[φιλόμοχθος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δωδεκάμοχθος]], [[έμμοχθος]], [[εμπεδόμοχθος]], [[εύμοχθος]], [[κακόμοχθος]], [[κλυτόμοχθος]], [[μυριόμοχθος]], [[πλησίμοχθος]], [[πρασίμοχθος]], <i>ταλαισίμοχθος</i>, [[τλησίμοχθος]]].
|mltxt=και [[μόχτος]], ο (ΑΜ [[μόχθος]], Μ και [[μόχτος]])<br /><b>1.</b> [[σωματικός]] [[κόπος]], επίπονη [[προσπάθεια]], [[καταπόνηση]]:<br /><b>2.</b> [[ταλαιπωρία]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[θλίψη]]<br /><b>2.</b> [[βιασύνη]], [[σπουδή]]<br /><b>3.</b> [[βιοπάλη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι μόχθοι</i><br />οι δυσχέρειες, τα βάσανα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[μόχθος]] τέκνων» — [[μόχθος]] [[υπέρ]] τών τέκνων, για [[χάρη]] τών παιδιών (<b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>smog</i>- «ταλαιπωρούμαι με ένα μεγάλο [[φορτίο]]» (<b>πρβλ.</b> [[μόγος]]) και εμφανίζει εκφραστικό [[επίθημα]] -<i>θος</i> ([[πρβλ]]. [[άχθος]], [[όχθος]], [[βρόχθος]]). Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το αρχ. ινδ. <i>myaks</i>- «[[είμαι]] [[σταθερός]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μοχθηρός]], [[μοχθώ]] (Ι)<br /><b>αρχ.</b><br />[[μοχθήεις]], [[μοχθίζω]], [[μοχθώ]] (ΙΙ), [[μοχθώδης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[άμοχθος]], [[βαρύμοχθος]], [[επίμοχθος]], [[πολύμοχθος]], [[φιλόμοχθος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δωδεκάμοχθος]], [[έμμοχθος]], [[εμπεδόμοχθος]], [[εύμοχθος]], [[κακόμοχθος]], [[κλυτόμοχθος]], [[μυριόμοχθος]], [[πλησίμοχθος]], [[πρασίμοχθος]], <i>ταλαισίμοχθος</i>, [[τλησίμοχθος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μόχθος:''' ὁ, = [[μόγος]], [[κόπος]], σκληρή δουλειά, [[δυσκολία]], [[ταλαιπωρία]], [[μπελάς]], σε Ησίοδ., Τραγ.· στον πληθ., ταλαιπωρίες, βάσανα, δυσκολίες, στους Τραγ.· <i>τέκνων</i>, λέγεται για [[χάρη]] των παιδιών, σε Ευρ.· τα [[μόχθος]] και [[πόνος]] χρησιμ. από κοινού με την [[έννοια]] της δυσκολίας, της ταλαιπωρίας· αυτή όμως η [[σημασία]] ανήκει κανονικά στο [[μόχθος]], ενώ το [[πόνος]] σημαίνει κανονικά [[εργασία]], Λατ. [[labor]] (από το [[πένομαι]], [[πένης]], το [[ριζικό]] του φτωχού ανθρώπου).
|lsmtext='''μόχθος:''' ὁ, = [[μόγος]], [[κόπος]], σκληρή δουλειά, [[δυσκολία]], [[ταλαιπωρία]], [[μπελάς]], σε Ησίοδ., Τραγ.· στον πληθ., ταλαιπωρίες, βάσανα, δυσκολίες, στους Τραγ.· <i>τέκνων</i>, λέγεται για [[χάρη]] των παιδιών, σε Ευρ.· τα [[μόχθος]] και [[πόνος]] χρησιμ. από κοινού με την [[έννοια]] της δυσκολίας, της ταλαιπωρίας· αυτή όμως η [[σημασία]] ανήκει κανονικά στο [[μόχθος]], ενώ το [[πόνος]] σημαίνει κανονικά [[εργασία]], Λατ. [[labor]] (από το [[πένομαι]], [[πένης]], το [[ριζικό]] του φτωχού ανθρώπου).
}}
{{elru
|elrutext='''μόχθος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> тяжелый труд, мучительное усилие: [[μάτην]] ὁ μ.! Aesch. напрасный труд!;<br /><b class="num">2)</b> страдание, терзание, мука (μόχθῳ [[λωβατός]] Soph.).
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: [[exertion]], [[difficulty]], [[distress]], [[misery]] (Hes. Sc., Pi., trag., mostly poet.).<br />Compounds: often as 2. member, e.g. [[πολύμοχθος]] = [[with much exertion]] (trag., Arist.), also as building-technical expression in [[πρόμοχθοι τὰ προβεβλημένα τῶν τοίχων]] (H., also Delos IIa).<br />Derivatives: 1. [[μοχθηρός]] = [[laborious]], [[miserable]], [[worthless]], [[bad]] with [[μοχθηρία]] = [[bad condition]] (IA.), [[μοχθόομαι]] [[be laborious]] (Aq.). 2. [[μοχθήεις]] (Nic.), [[μοχθώδης]] (Vett. Val.) [[id]]. Verbs: 1. [[μοχθέω]], also with [[ἐκμοχθέω]] a.o., [[exert oneself]], [[exist with difficulty]] (poet. since K 106) with [[μοχθήματα]] pl. [[exertions]] (trag.); 2. [[μοχθίζω]] [[id]]. (poet. since Β 273; metr. variant of 1. s. Chantraine Gramm. hom. 1. 95, Shipp Studies 95); 3. [[μοχθόω]] = [[tire]] (Aq.).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: To [[μόγος]], [[μογέω]] (s.v.) with expressive enlarging [[θ]], cf. [[ἄχθος]], [[ὄχθος]], [[βρόχθος]] a.o. (Schwyzer 510f., Chantraine Form. 366f.)? Basic forms like *[[μόγσθος]] (Schulze KZ 28, 270 n.l = Kl. Schr. 437 n. 1 [p. 438]) or *[[μόγστος]] are hard to explain. -- To be rejected Pisani Ist. Lomb. 73, 528 (to Skt. [[myakṣ-]] [[stick fast]]); cf. Belardi Doxa 3, 214, W.-Hofinann s. [[mōlēs]]. - If the words show a variation [[γ]]/[[χθ]], it will be Pre-Greek. Fur. 319f., 388, who connects [[μοττίας]] ᾡ̃ [[στρέφουσι τῶν ῥυτήρων τὸν ἄξονα]] H. as Cretan from *[[μοκτίας]].
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: [[exertion]], [[difficulty]], [[distress]], [[misery]] (Hes. Sc., Pi., trag., mostly poet.).<br />Compounds: often as 2. member, e.g. [[πολύμοχθος]] = [[with much exertion]] (trag., Arist.), also as building-technical expression in [[πρόμοχθοι τὰ προβεβλημένα τῶν τοίχων]] (H., also Delos IIa).<br />Derivatives: 1. [[μοχθηρός]] = [[laborious]], [[miserable]], [[worthless]], [[bad]] with [[μοχθηρία]] = [[bad condition]] (IA.), [[μοχθόομαι]] [[be laborious]] (Aq.). 2. [[μοχθήεις]] (Nic.), [[μοχθώδης]] (Vett. Val.) [[id]]. Verbs: 1. [[μοχθέω]], also with [[ἐκμοχθέω]] a.o., [[exert oneself]], [[exist with difficulty]] (poet. since K 106) with [[μοχθήματα]] pl. [[exertions]] (trag.); 2. [[μοχθίζω]] [[id]]. (poet. since Β 273; metr. variant of 1. s. Chantraine Gramm. hom. 1. 95, Shipp Studies 95); 3. [[μοχθόω]] = [[tire]] (Aq.).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: To [[μόγος]], [[μογέω]] (s.v.) with expressive enlarging [[θ]], cf. [[ἄχθος]], [[ὄχθος]], [[βρόχθος]] a.o. (Schwyzer 510f., Chantraine Form. 366f.)? Basic forms like *[[μόγσθος]] (Schulze KZ 28, 270 n.l = Kl. Schr. 437 n. 1 [p. 438]) or *[[μόγστος]] are hard to explain. -- To be rejected Pisani Ist. Lomb. 73, 528 (to Skt. [[myakṣ-]] [[stick fast]]); cf. Belardi Doxa 3, 214, W.-Hofinann s. [[mōlēs]]. - If the words show a variation γ/[[χθ]], it will be Pre-Greek. Fur. 319f., 388, who connects [[μοττίας]] ᾡ̃ [[στρέφουσι τῶν ῥυτήρων τὸν ἄξονα]] H. as Cretan from *[[μοκτίας]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
Line 44: Line 44:
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''μόχθος''': {mókhthos}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': [[Anstrengung]], [[Mühe]], [[Not]], [[Elend]] (Hes. ''Sc''., Pi., Trag., vorw. poet., auch sp. Prosa);<br />'''Composita''' : oft als Hinterglied, z.B. [[πολύμοχθος]] [[mit vielen Anstrengungen verbunden]] (Trag., Arist. u.a.), auch als bautechnischer Fachausdruck in [[πρόμοχθοι]]· τὰ προβεβλημένα [[τῶν]] τοίχων (H., auch Delos II<sup>a</sup>).<br />'''Derivative''': Ableitungen: 1. [[μοχθηρός]] [[mühevoll]], [[elend]], [[nichtswürdig]], [[schlecht]] mit [[μοχθηρία]] [[üble Beschaffenheit]] (ion. att.), -όομαι [[mühevoll sein]] (Aq.). 2. [[μοχθήεις]] (Nik.), -ώδης (Vett. Val.) ib. Verba: 1. [[μοχθέω]], auch mit ἐκ- u.a., [[sich abmühen]], [[mit Mühe bestehen]] (poet. seit Κ 106) mit μοχθήματα pl. [[Anstrengungen]] (Trag.); 2. [[μοχθίζω]] ib. (poet. seit Β 273; metrische Variante von 1. s. Chantraine Gramm. hom. 1. 95, Shipp Studies 95); 3. [[μοχθόω]] [[ermüden]] (Aq.).<br />'''Etymology''' : Zu [[μόγος]], [[μογέω]] (s.d.) mit expressiv erweiterndem θ, vgl. [[ἄχθος]], [[ὄχθος]], [[βρόχθος]] u.a. (Schwyzer 510f., Chantraine Form. 366f.). Grundformen wie *μόγσθος (Schulze KZ 28, 270 A.l = Kl. Schr. 437 A. 1 [S. 438]) oder *μόγστος sind schwer zu begründen. — Abzulehnen Pisani Ist. Lomb. 73, 528 (zu aind. ''myakṣ''- [[festsitzen]]); vgl. Belardi Doxa 3, 214, W.-Hofinann s. ''mōlēs''.<br />'''Page''' 2,261-262
|ftr='''μόχθος''': {mókhthos}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': [[Anstrengung]], [[Mühe]], [[Not]], [[Elend]] (Hes. ''Sc''., Pi., Trag., vorw. poet., auch sp. Prosa);<br />'''Composita''': oft als Hinterglied, z.B. [[πολύμοχθος]] [[mit vielen Anstrengungen verbunden]] (Trag., Arist. u.a.), auch als bautechnischer Fachausdruck in [[πρόμοχθοι]]· τὰ προβεβλημένα τῶν τοίχων (H., auch Delos II<sup>a</sup>).<br />'''Derivative''': Ableitungen: 1. [[μοχθηρός]] [[mühevoll]], [[elend]], [[nichtswürdig]], [[schlecht]] mit [[μοχθηρία]] [[üble Beschaffenheit]] (ion. att.), -όομαι [[mühevoll sein]] (Aq.). 2. [[μοχθήεις]] (Nik.), -ώδης (Vett. Val.) ib. Verba: 1. [[μοχθέω]], auch mit ἐκ- u.a., [[sich abmühen]], [[mit Mühe bestehen]] (poet. seit Κ 106) mit μοχθήματα pl. [[Anstrengungen]] (Trag.); 2. [[μοχθίζω]] ib. (poet. seit Β 273; metrische Variante von 1. s. Chantraine Gramm. hom. 1. 95, Shipp Studies 95); 3. [[μοχθόω]] [[ermüden]] (Aq.).<br />'''Etymology''': Zu [[μόγος]], [[μογέω]] (s.d.) mit expressiv erweiterndem θ, vgl. [[ἄχθος]], [[ὄχθος]], [[βρόχθος]] u.a. (Schwyzer 510f., Chantraine Form. 366f.). Grundformen wie *μόγσθος (Schulze KZ 28, 270 A.l = Kl. Schr. 437 A. 1 [S. 438]) oder *μόγστος sind schwer zu begründen. — Abzulehnen Pisani Ist. Lomb. 73, 528 (zu aind. ''myakṣ''- [[festsitzen]]); vgl. Belardi Doxa 3, 214, W.-Hofinann s. ''mōlēs''.<br />'''Page''' 2,261-262
}}
}}
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':mÒcqoj 摩赫拖士<br />'''詞類次數''':名詞(3)<br />'''原文字根''':勞動 相當於: ([[יְגִיעַ]]&#x200E;)  ([[עָמָל]]&#x200E;)  ([[פֶּרֶךְ]]&#x200E;)<br />'''字義溯源''':勞碌,勞動,辛勞,困苦,勞力;源自([[μόγις]])=有困難的,難以);而 ([[μόγις]])出自([[μόγις]])X*=辛勞)。參讀 ([[ἔργον]])同義字<br />'''出現次數''':總共(3);林後(1);帖前(1);帖後(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 勞碌(2) 帖前2:9; 帖後3:8;<br />2) 困苦(1) 林後11:27
|sngr='''原文音譯''':mÒcqoj 摩赫拖士<br />'''詞類次數''':名詞(3)<br />'''原文字根''':勞動 相當於: ([[יְגִיעַ]]&#x200E;)  ([[עָמָל]]&#x200E;)  ([[פֶּרֶךְ]]&#x200E;)<br />'''字義溯源''':勞碌,勞動,辛勞,困苦,勞力;源自([[μόγις]])=有困難的,難以);而 ([[μόγις]])出自([[μόγις]])X*=辛勞)。參讀 ([[ἔργον]])同義字<br />'''出現次數''':總共(3);林後(1);帖前(1);帖後(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 勞碌(2) 帖前2:9; 帖後3:8;<br />2) 困苦(1) 林後11:27
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[effort]], [[exertion]], [[labor]], [[labour]], [[toil]], [[labor effort]], [[labour effort]], [[sufferings]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[κόπος]], [[ταλαιπωρία]]). Εἶναι συνώνυμο μέ τό [[μόγος]] τοῦ [[μογέω]] -ῶ. (Μόγος → Μόγ-θ-ος → [[μόχθος]] ὅπως ἄχοςἄχθος).<br><b>Παράγωγα:</b> [[μοχθέω]] -ῶ, [[μόχθημα]], [[μοχθηρός]], [[μοχθηρία]], [[μοχθητέον]], [[ἀμοχθεί]].
}}
{{trml
|trtx====[[toil]]===
Arabic: كَدْح‎; Egyptian Arabic: شقى‎; Azerbaijani: əmək, əziyyət, zəhmət; Bulgarian: тежка работа, трепане; Catalan: treball; Chinese Mandarin: 辛勞, 辛劳; Czech: dřina, lopota; Dutch: [[gezwoeg]]; Finnish: ahkerointi, uurastus; German: [[Mühe]]; Gothic: 𐌰𐍂𐌱𐌰𐌹𐌸𐍃; Greek: [[κόπος]], [[μόχθος]]; Ancient Greek: [[κόπος]], [[πόνος]]; Hebrew: עָמָל‎; Irish: sclábhaíocht; Istriot: fadeîga; Italian: [[lavoro]], [[fatica]]; Latin: [[labor]]; Maori: whakarīrā; Polish: trud; Portuguese: [[labuta]]; Russian: [[труд]], [[работа]]; Serbo-Croatian: rabota; Swedish: slit; Venetian: fadiga
===[[hardship]]===
Arabic: مَشَقَّة‎, شِدَّة‎; Belarusian: цяжкасць, нягоды; Bulgarian: трудност, затруднение; Catalan: dificultats; Chinese Mandarin: 困難, 困难; Dutch: [[ellende]]; Faroese: trupulleikar; Finnish: vaikeus, vastoinkäyminen, vaiva; French: [[difficultés]], [[misère]]; Galician: traballos, dificultade, apuro; Georgian: სირთულეები; German: [[Härte]], [[Not]], [[Entbehrung]], [[Mühsal]], [[Elend]], Beschwernis; Ancient Greek: [[μόχθος]]; Hindi: कष्ट, मशक्कत, सख्ती; Icelandic: þrengingar; Ido: privaco, sufro; Ilocano: rigat; Irish: anró; Italian: [[avversità]], [[difficoltà]]; Jamaican Creole: sufferation; Japanese: 苦難, 苦しみ, 難儀; Korean: 어려움; Kurdish Central Kurdish: ئەرک‎; Latin: [[aerumna]], [[difficultas]]; Maori: uauatanga, whakapāwera; Marathi: हालअपेष्टा; Middle English: anoy, noy; Mongolian: гачигдал, зовлон зүдүүр; Norwegian: motgang, lidelse; Old English: earfeþe; Persian: مشقت‎, سختی‎; Plautdietsch: Schwierichkjeit; Polish: trudność; Portuguese: [[dificuldade]], [[apuro]]; Romanian: greutate, dificultate, adversitate; Russian: [[трудность]], [[тяготы]], [[затруднение]], [[невзгоды]]; Scottish Gaelic: èiginn; Slovene: težava, stiska; Spanish: [[sufrimientos]], [[apuro]], [[penalidades]]; Telugu: ఇబ్బంది, కష్టం, ఇడుము; Turkish: zorluk; Ukrainian: трудність, труднощі, тяготи
}}
}}