μόχθος
σμικρὰ ὀνείρατα λέλειπται → faint and shadowy traces remain, small vestiges remain
English (LSJ)
ὁ, = Homeric μόγος, toil, hardship, distress, ἀμφὶ δ' ἀέθλῳ δῆριν ἔχειν καὶ μ. Hes.Sc.306; μόχθων ἀμπνοά, ἀμοιβά, Pi.O.8.7, N.5.48: freq. in Trag., A.Ch.921, S.Ph.480, etc.: also in plural, toils, troubles, hardships, A.Pr.541 (lyr.), etc.; of the labours of Heracles, S.Tr.1101, 1170; μόχθος τέκνων for them, E.Med.1261 (lyr.); μόχθον ἀμφὶ πράγμασι Epigr. ap. Aeschin.3.184; Ἀπελλείου μ. γραφίδος, of a picture, APl.4.178 (Antip. Sid.).—Rare in early Prose (not in Pl. or Oratt.), cf. μόχθος καὶ ταλαιπωρίη Democr.223; ἐλευθέριοι μόχθοι X.Smp.2.4; διὰ μόχθων Id.Cyr.1.6.25: freq. in LXX, Ex.18.8, al.; κόπος καὶ μόχθος 1 Ep.Thess.2.9; μόχθος implies hardship, πόνος work (but μόχθος is said to be Cret. for πόνος AB1096).
German (Pape)
[Seite 212] ὁ (vgl. μόγος, verwandt mit ἄχθος u. ὄχθος), Anstrengung, Mühe; Kampfesmühe, Hes. Sc. 306; δορυσσόντων μόχθων ἄταν, Soph. Ai. 1167; oft bei Pind., ἐξαίρετον ἕλε μόχθον, P. 2, 30, μόχθον δύστανον ἀμφέπει, 4, 268, ἀτόλματον Ἑλλάδι μόχθον, I. 7, 11, μόχθων ἀμπνοάν, ἀμοιβάν, O. 8, 7 N. 5, 48; μάτην ὁ μόχθος, Aesch. Ch. 514; so von den Arbeiten des Herakles, Soph. Tr. 1091; θήρας μόχθον ἐκλελοιπότα, Eur. Hipp. 52; ταύτης ὁ μόχθος θάπτειν πόσιν, Mel. 1276; ἀμφὶ ξυνοῖσι πράγμασι μόχθον ἔχειν, Epigr. bei Aesch. 3, 184; übh. Mühsal, Not, Elend, μυρίοις μόχθοις διακναιόμενον, Aesch. Prom. 539 u. öfter; τλάμων ἄρ' ἐγὼ καὶ μόχθῳ λωβατός, Soph. Phil. 1090; τοῖς θανοῦσι μόχθος οὐ προσγίγνεται, Tr. 1163; Eur. oft u. sp. D.; auch in späterer Prosa, wie N.T. – Hesych. erkl. πόνος u. κακοπάθεια.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
peine, travail, fatigue.
Étymologie: R. Μογ, souffrir ; cf. μόγις.
Russian (Dvoretsky)
μόχθος: ὁ
1 тяжелый труд, мучительное усилие: μάτην ὁ μ.! Aesch. напрасный труд!;
2 страдание, терзание, мука (μόχθῳ λωβατός Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
μόχθος: ὁ, = τῷ Ὁμηρικῷ μόγος, κόπος, ἔργον βαρύ, ταλαιπωρία, θλῖψις, ἀνησυχία, πρῶτον ἐν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 306· ἀκολούθως συχνὸν παρὰ Τραγ., οἵτινες ὡσαύτως χρῶνται τῇ λέξει ἐν τῷ πληθ., ταλαιπωρίαι, κακοπάθειαι, βάσανα, Αἰσχύλ. Πρ. 541, κτλ.· ἐπὶ τῶν ἄθλων τοῦ Ἡρακλέους, Σοφ. Τρ. 1101, 1170· μ. τέκνων, ὑπὲρ τῶν τέκνων, Εὐρ. Μήδ. 1261· μόχθον ἔχειν ἀμφί τινι Ἐπίγραμμ. παρ’ Αἰσχίν. 80. 17· μ. γραφίδος, ἐπὶ εἰκόνος, Ἀνθ. Πλαν. 178. - τὸ μοχθέω, μόχθος δὲν εἶναι συνήθη παρὰ τοῖς πεζογράφοις, καὶ τοῦτο εἶναι μία τῶν διαφορῶν ἀπὸ τοῦ πονέω, πόνος. Προσέτι ἂν καὶ ἀμφότερα κεῖνται ἐπὶ τῆς σημασίας τῆς ταλαιπωρίας, ὅμως ἡ ἔννοια αὕτη ἀνήκει κυρίως εἰς τὸ μόχθος (ἐκ τοῦ μογέω, μόγος, πρβλ. ἄχθος), ἐν ᾧ τὸ πόνος σημαίνει ἁπλῶς κόπον, ἔργον κοπῶδες, ἐργασίαν, Λατ. labor (ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης, ἐξ ἧς τὸ πένομαι πένης, = ἡ τοῦ πένητος μοῖρα).
English (Slater)
μόχθος (-ος, -ου, -ῳ, -ον; -ων, -οις.) toil especially in athletic effort: cf. πόνος. μαιομένων μεγάλαν ἀρετὰν θυμῷ λαβεῖν, τῶν δὲ μόχθων ἀμπνοάν (O. 8.7) ἔπορε μόχθῳ βραχύ τι τερπνόν (O. 10.93) ἀνὴρ ἐξαίρετον ἕλε μόχθον (sc. Ἰξίων) (P. 2.30) “μόχθου καθύπερθε νεᾶνις ἧτορ ἔχοισα” (P. 9.31) γλυκεῖάν τοι Μενάνδρου σὺν τύχᾳ μόχθων ἀμοιβὰν ἐπαύρεο (N. 5.48) εἰ Μναμοσύνας ἕκατι λιπαράμπυκος εὕρηται ἄποινα μόχθων κλυταῖς ἐπέων ἀοιδαῖς (sc. καλὰ ἔργα) (N. 7.16) ἕλκεα ῥῆξαν τὰ μὲν ἀμφ' Ἀχιλεῖ νεοκτόνῳ, ἄλλων τε μόχθων ἐν πολυφθόροις ἁμέραις (N. 8.31) ἐπεὶ κούφα δόσις ἀνδρὶ σοφῷ ἀντὶ μόχθων παντοδαπῶν ξυνὸν ὀρθῶσαι καλόν (I. 1.46) οὔτοι τετύφλωται μακρὸς μόχθος ἀνδρῶν (I. 5.57) μὴ προφαίνειν τίς φέρεται μόχθος ἄμμιν fr. 42. 2. μόχθος ἡσυχίαν φέρει καιρῷ καταβαίνων (Pae. 2.33) Πηλέος ἀντιθέου μόχθοις νεότας ἐπέλαμψεν μυρίοις (Bergk: μόχοι, μοχθοῖν codd.) fr. 172. 2. met. μόχθον ἄλλοις ἀμφέπει δύστανον ἐν τείχεσιν (sc. δρῦς) (P. 4.268) and so, object of toil, task, ἐς Τροίαν, ἥρωσι μόχθον (I. 6.28) ἐπειδὴ τὸν ὑπὲρ κεφαλᾶς γε Ταντάλου λίθον παρά τις ἔτρεψεν ἄμμι θεός, ἀτόλματον Ἑλλάδι μόχθον (φησὶ δὲ τὸν λτ;γτ;έρξου πόλεμον. Σ.) (I. 8.11)
English (Strong)
from the base of μόγις; toil, i.e. (by implication) sadness: painfulness, travail.
English (Thayer)
μόχθου, ὁ, hard and difficult labor, toil, travail; hardship, distress: κόπος, 3b. (Hesiod scut. 306; Pindar, Tragg., Xenophon, others; the Sept. chiefly for עָמָל.) (Synonym: see κόπος, at the end.)
Greek Monolingual
και μόχτος, ο (ΑΜ μόχθος, Μ και μόχτος)
1. σωματικός κόπος, επίπονη προσπάθεια, καταπόνηση:
2. ταλαιπωρία
μσν.
1. θλίψη
2. βιασύνη, σπουδή
3. βιοπάλη
αρχ.
1. στον πληθ. οι μόχθοι
οι δυσχέρειες, τα βάσανα
2. φρ. «μόχθος τέκνων» — μόχθος υπέρ τών τέκνων, για χάρη τών παιδιών (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα smog- «ταλαιπωρούμαι με ένα μεγάλο φορτίο» (πρβλ. μόγος) και εμφανίζει εκφραστικό επίθημα -θος (πρβλ. άχθος, όχθος, βρόχθος). Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το αρχ. ινδ. myaks- «είμαι σταθερός».
ΠΑΡ. μοχθηρός, μοχθώ (Ι)
αρχ.
μοχθήεις, μοχθίζω, μοχθώ (ΙΙ), μοχθώδης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) άμοχθος, βαρύμοχθος, επίμοχθος, πολύμοχθος, φιλόμοχθος
αρχ.
δωδεκάμοχθος, έμμοχθος, εμπεδόμοχθος, εύμοχθος, κακόμοχθος, κλυτόμοχθος, μυριόμοχθος, πλησίμοχθος, πρασίμοχθος, ταλαισίμοχθος, τλησίμοχθος].
Greek Monotonic
μόχθος: ὁ, = μόγος, κόπος, σκληρή δουλειά, δυσκολία, ταλαιπωρία, μπελάς, σε Ησίοδ., Τραγ.· στον πληθ., ταλαιπωρίες, βάσανα, δυσκολίες, στους Τραγ.· τέκνων, λέγεται για χάρη των παιδιών, σε Ευρ.· τα μόχθος και πόνος χρησιμ. από κοινού με την έννοια της δυσκολίας, της ταλαιπωρίας· αυτή όμως η σημασία ανήκει κανονικά στο μόχθος, ενώ το πόνος σημαίνει κανονικά εργασία, Λατ. labor (από το πένομαι, πένης, το ριζικό του φτωχού ανθρώπου).
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: exertion, difficulty, distress, misery (Hes. Sc., Pi., trag., mostly poet.).
Compounds: often as 2. member, e.g. πολύμοχθος = with much exertion (trag., Arist.), also as building-technical expression in πρόμοχθοι τὰ προβεβλημένα τῶν τοίχων (H., also Delos IIa).
Derivatives: 1. μοχθηρός = laborious, miserable, worthless, bad with μοχθηρία = bad condition (IA.), μοχθόομαι be laborious (Aq.). 2. μοχθήεις (Nic.), μοχθώδης (Vett. Val.) id. Verbs: 1. μοχθέω, also with ἐκμοχθέω a.o., exert oneself, exist with difficulty (poet. since K 106) with μοχθήματα pl. exertions (trag.); 2. μοχθίζω id. (poet. since Β 273; metr. variant of 1. s. Chantraine Gramm. hom. 1. 95, Shipp Studies 95); 3. μοχθόω = tire (Aq.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: To μόγος, μογέω (s.v.) with expressive enlarging θ, cf. ἄχθος, ὄχθος, βρόχθος a.o. (Schwyzer 510f., Chantraine Form. 366f.)? Basic forms like *μόγσθος (Schulze KZ 28, 270 n.l = Kl. Schr. 437 n. 1 [p. 438]) or *μόγστος are hard to explain. -- To be rejected Pisani Ist. Lomb. 73, 528 (to Skt. myakṣ- stick fast); cf. Belardi Doxa 3, 214, W.-Hofinann s. mōlēs. - If the words show a variation γ/χθ, it will be Pre-Greek. Fur. 319f., 388, who connects μοττίας ᾡ̃ στρέφουσι τῶν ῥυτήρων τὸν ἄξονα H. as Cretan from *μοκτίας.
Middle Liddell
μόχθος, ὁ, = μόγος
toil, hard work hardship, distress, trouble, Hes., Trag.: pl. toils, troubles, hardships, Trag.; τέκνων for children, Eur. -μόχθος and πόνος are both used in the sense of hardship, distress; yet this notion belongs properly to μόχθος, while πόνος is properly work, Lat. labor (from πένομαι, πένης, the poor man's lot).
Frisk Etymology German
μόχθος: {mókhthos}
Grammar: m.
Meaning: Anstrengung, Mühe, Not, Elend (Hes. Sc., Pi., Trag., vorw. poet., auch sp. Prosa);
Composita: oft als Hinterglied, z.B. πολύμοχθος mit vielen Anstrengungen verbunden (Trag., Arist. u.a.), auch als bautechnischer Fachausdruck in πρόμοχθοι· τὰ προβεβλημένα τῶν τοίχων (H., auch Delos IIa).
Derivative: Ableitungen: 1. μοχθηρός mühevoll, elend, nichtswürdig, schlecht mit μοχθηρία üble Beschaffenheit (ion. att.), -όομαι mühevoll sein (Aq.). 2. μοχθήεις (Nik.), -ώδης (Vett. Val.) ib. Verba: 1. μοχθέω, auch mit ἐκ- u.a., sich abmühen, mit Mühe bestehen (poet. seit Κ 106) mit μοχθήματα pl. Anstrengungen (Trag.); 2. μοχθίζω ib. (poet. seit Β 273; metrische Variante von 1. s. Chantraine Gramm. hom. 1. 95, Shipp Studies 95); 3. μοχθόω ermüden (Aq.).
Etymology: Zu μόγος, μογέω (s.d.) mit expressiv erweiterndem θ, vgl. ἄχθος, ὄχθος, βρόχθος u.a. (Schwyzer 510f., Chantraine Form. 366f.). Grundformen wie *μόγσθος (Schulze KZ 28, 270 A.l = Kl. Schr. 437 A. 1 [S. 438]) oder *μόγστος sind schwer zu begründen. — Abzulehnen Pisani Ist. Lomb. 73, 528 (zu aind. myakṣ- festsitzen); vgl. Belardi Doxa 3, 214, W.-Hofinann s. mōlēs.
Page 2,261-262
Chinese
原文音譯:mÒcqoj 摩赫拖士
詞類次數:名詞(3)
原文字根:勞動 相當於: (יְגִיעַ) (עָמָל) (פֶּרֶךְ)
字義溯源:勞碌,勞動,辛勞,困苦,勞力;源自(μόγις)=有困難的,難以);而 (μόγις)出自(μόγις)X*=辛勞)。參讀 (ἔργον)同義字
出現次數:總共(3);林後(1);帖前(1);帖後(1)
譯字彙編:
1) 勞碌(2) 帖前2:9; 帖後3:8;
2) 困苦(1) 林後11:27
English (Woodhouse)
effort, exertion, labor, labour, toil, labor effort, labour effort, sufferings
Mantoulidis Etymological
(=κόπος, ταλαιπωρία). Εἶναι συνώνυμο μέ τό μόγος τοῦ μογέω -ῶ. (Μόγος → Μόγ-θ-ος → μόχθος ὅπως ἄχοςἄχθος).
Παράγωγα: μοχθέω -ῶ, μόχθημα, μοχθηρός, μοχθηρία, μοχθητέον, ἀμοχθεί.
Translations
toil
Arabic: كَدْح; Egyptian Arabic: شقى; Azerbaijani: əmək, əziyyət, zəhmət; Bulgarian: тежка работа, трепане; Catalan: treball; Chinese Mandarin: 辛勞, 辛劳; Czech: dřina, lopota; Dutch: gezwoeg; Finnish: ahkerointi, uurastus; German: Mühe; Gothic: 𐌰𐍂𐌱𐌰𐌹𐌸𐍃; Greek: κόπος, μόχθος; Ancient Greek: κόπος, πόνος; Hebrew: עָמָל; Irish: sclábhaíocht; Istriot: fadeîga; Italian: lavoro, fatica; Latin: labor; Maori: whakarīrā; Polish: trud; Portuguese: labuta; Russian: труд, работа; Serbo-Croatian: rabota; Swedish: slit; Venetian: fadiga
hardship
Arabic: مَشَقَّة, شِدَّة; Belarusian: цяжкасць, нягоды; Bulgarian: трудност, затруднение; Catalan: dificultats; Chinese Mandarin: 困難, 困难; Dutch: ellende; Faroese: trupulleikar; Finnish: vaikeus, vastoinkäyminen, vaiva; French: difficultés, misère; Galician: traballos, dificultade, apuro; Georgian: სირთულეები; German: Härte, Not, Entbehrung, Mühsal, Elend, Beschwernis; Ancient Greek: μόχθος; Hindi: कष्ट, मशक्कत, सख्ती; Icelandic: þrengingar; Ido: privaco, sufro; Ilocano: rigat; Irish: anró; Italian: avversità, difficoltà; Jamaican Creole: sufferation; Japanese: 苦難, 苦しみ, 難儀; Korean: 어려움; Kurdish Central Kurdish: ئەرک; Latin: aerumna, difficultas; Maori: uauatanga, whakapāwera; Marathi: हालअपेष्टा; Middle English: anoy, noy; Mongolian: гачигдал, зовлон зүдүүр; Norwegian: motgang, lidelse; Old English: earfeþe; Persian: مشقت, سختی; Plautdietsch: Schwierichkjeit; Polish: trudność; Portuguese: dificuldade, apuro; Romanian: greutate, dificultate, adversitate; Russian: трудность, тяготы, затруднение, невзгоды; Scottish Gaelic: èiginn; Slovene: težava, stiska; Spanish: sufrimientos, apuro, penalidades; Telugu: ఇబ్బంది, కష్టం, ఇడుము; Turkish: zorluk; Ukrainian: трудність, труднощі, тяготи