συμπράσσω: Difference between revisions

m
Text replacement - " A.''Pr.''" to " A.''Pr.''"
(6_5)
m (Text replacement - " A.''Pr.''" to " A.''Pr.''")
 
(37 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=symprasso
|Transliteration C=symprasso
|Beta Code=sumpra/ssw
|Beta Code=sumpra/ssw
|Definition=Att. συμπράττω, Ion. συμπρήσσω :—<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">join</b> or <b class="b2">help in doing</b>, τινί τι <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>297</span> (anap.); σωτηρίαν <span class="bibl">E.<span class="title">IT</span>980</span>; <b class="b3">σ. τινὶ τἀγαθά</b> <b class="b2">assist</b> one <b class="b2">in procuring</b> what is good, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span>1381b23</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">EN</span>1167a1</span>, <span class="title">IG</span>12.106.18: c. acc. rei, σ. τὰ ἄλλα <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>1396</span>; ξ. τὰ πρὸς τοὺς Ἀθηναίους <span class="bibl">Th.4.74</span>; <b class="b3">εἰρήνην</b> <b class="b2">help in negotiating</b>, <span class="bibl">X.<span class="title">Ages.</span>7.7</span>: c. dat. pers. only, <b class="b2">act with, cooperate with</b>, <span class="bibl">Th.3.101</span>, <span class="bibl">Isoc.18.7</span>, etc.; τινὶ περί τινος <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>5.4.9</span>; ὑπέρ τινος <span class="bibl">Plb.28.7.2</span>; σ. ὥστε γενέσθαι τι <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>3.2.28</span>, etc.; σ. τινὶ ὅπως ἕξει <span class="bibl">Isoc.4.126</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> abs., <b class="b2">lend aid, cooperate</b>, <b class="b3">δεῖ σ' . . αὐτὸν εἰκαθόντα σ</b>. <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>1177</span>, cf. <span class="bibl">Lys.12.85</span>, etc.; <b class="b3">οἱ ξυμπράσσοντες</b> <b class="b2">the confederates</b>, <span class="bibl">Th.4.67</span>, <span class="bibl">8.14</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>3.3.10</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> intr., <b class="b3">σὺν κακῶς πράσσουσι σ. κακῶς</b> <b class="b2">share in</b> others' woe, <span class="bibl">E.<span class="title">Heracl.</span> 27</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> Med., <b class="b2">assist in avenging</b>, συνεπρήξαντο Μενέλεῳ τὰς Ἑλένης ἁρπαγάς <span class="bibl">Hdt.5.94</span>.</span>
|Definition=Att. [[συμπράττω]], Ion. [[συμπρήσσω]]:—<br><span class="bld">A</span> [[join]] or [[help in doing]], τινί τι [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''297 (anap.); [[σωτηρία]]ν E.''IT''980; <b class="b3">σ. τινὶ τἀγαθά</b> [[assist]] one in [[procure|procuring]] what is [[good]], Arist.''Rh.''1381b23, cf. ''EN''1167a1, ''IG''12.106.18: c. acc. rei, σ. τὰ ἄλλα [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''1396; ξ. τὰ πρὸς τοὺς Ἀθηναίους Th.4.74; [[εἰρήνη]]ν = [[help in negotiating]], X.''Ages.''7.7: c. dat. pers. only, [[act with]], [[cooperate with]], Th.3.101, Isoc.18.7, etc.; τινὶ περί τινος X.''An.''5.4.9; ὑπέρ τινος Plb.28.7.2; σ. ὥστε γενέσθαι τι [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''3.2.28, etc.; σ. τινὶ ὅπως ἕξει Isoc.4.126.<br><span class="bld">2</span> abs., [[lend aid]], [[cooperate]], <b class="b3">δεῖ σ' . . αὐτὸν εἰκαθόντα σ.</b> S.''Tr.''1177, cf. Lys.12.85, etc.; <b class="b3">οἱ ξυμπράσσοντες</b> [[the confederates]], Th.4.67, 8.14, X.''HG''3.3.10.<br><span class="bld">II</span> intr., <b class="b3">σὺν κακῶς πράσσουσι σ. κακῶς</b> [[share in]] others' [[woe]], E.''Heracl.'' 27.<br><span class="bld">III</span> Med., [[assist in avenging]], συνεπρήξαντο Μενέλεῳ τὰς Ἑλένης ἁρπαγάς [[Herodotus|Hdt.]]5.94.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0989.png Seite 989]] att. -ττω, ion. συμπρήσσω (s. [[πράσσω]]), Etwas mit einem Andern zugleich od. zusammen thun, Einem beistehen, ihn unterstützen; τὰ δ' ἄλλα καὶ σύμπρασσε, Soph. Ai. 1371; Tr. 1167; σήμαιν' ὅτι χρή σοι συμπράττειν, Aesch. Prom. 295; ἥνπερ ἡμῖν ὥρισεν σωτηρίαν, σύμπραξον, Eur. I. T. 980; auch wie [[πράττω]], in einer Lage sich befinden, σὺν κακῶς πράσσουσιν [[συμπράσσω]] κακῶς, Heracl. 27; u. in Prosa: Thuc. 3, 56. 8, 5 u. öfter; Plat. Ep. VII, 337 d; τινί, [[ὅπως]] ἕξει τι, Isocr. 4, 126, Xen. Cyr. 3, 2, 28; Pol. u. a. Sp. – Med. zum Eintreiben einer Schuld, Vollziehen einer Rache behülflich sein, συνεπρήξαντο Μενέλεῳ τὰς Ἑλένης ἁρπαγάς, Her. 5, 94, sie halfen dem Menelaus den Raub der Helena rächen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0989.png Seite 989]] att. -ττω, ion. συμπρήσσω (s. [[πράσσω]]), Etwas mit einem Andern zugleich od. zusammen thun, Einem beistehen, ihn unterstützen; τὰ δ' ἄλλα καὶ σύμπρασσε, Soph. Ai. 1371; Tr. 1167; σήμαιν' ὅτι χρή σοι συμπράττειν, Aesch. Prom. 295; ἥνπερ ἡμῖν ὥρισεν σωτηρίαν, σύμπραξον, Eur. I. T. 980; auch wie [[πράττω]], in einer Lage sich befinden, σὺν κακῶς πράσσουσιν [[συμπράσσω]] κακῶς, Heracl. 27; u. in Prosa: Thuc. 3, 56. 8, 5 u. öfter; Plat. Ep. VII, 337 d; τινί, [[ὅπως]] ἕξει τι, Isocr. 4, 126, Xen. Cyr. 3, 2, 28; Pol. u. a. Sp. – Med. zum Eintreiben einer Schuld, Vollziehen einer Rache behülflich sein, συνεπρήξαντο Μενέλεῳ τὰς Ἑλένης ἁρπαγάς, Her. 5, 94, sie halfen dem Menelaus den Raub der Helena rächen.
}}
{{bailly
|btext=faire qch avec qqn ; assister, aider, secourir : τινι qqn ; τι en qch ; τινι [[ὥστε]] avec un inf. XÉN qqn pour que ; οἱ συμπράσσοντες THC les confédérés;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[συμπράσσομαι]] aider à réclamer <i>ou</i> à venger : Μενέλεῳ τὰς Ἑλένης ἁρπαγάς HDT aider Ménélas à venger l'enlèvement d'Hélène.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πράσσω]].
}}
{{elru
|elrutext='''συμπράσσω:''' атт. [[συμπράττω]], ион. [[συμπρήσσω]]<br /><b class="num">1</b> [[содействовать]], [[помогать]]: σ. τινί τι Aesch., Eur., Arst., τινὶ περί τινος Xen. и τινὶ [[ὑπέρ]] τινος Polyb. помогать кому-л. в чем-л.; σ. εἰρήνην Xen. содействовать заключению мира; μὴ ἑτέρων συμπραττόντων Lys. без посторонней помощи;<br /><b class="num">2</b> [[действовать вместе]], [[сотрудничать]] (τινί Xen.): οἱ συμπράσσοντες Thuc., Xen. члены союза, союзники; σ. ([[varia lectio|v.l.]] συμπάσχειν) [[κακῶς]] [[σύν]] τινι Eur. разделять чьи-л. страдания;<br /><b class="num">3</b> med. [[совместно мстить]], [[помогать отмщению]] (ὅσοι συνεπρήξαντο Μενέλεῳ τὰς Ἑλένης ἁρπαγάς Her.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συμπράσσω''': Ἀττικ. -ττω· Ἰωνικ. -πρήσσω. Ἀπὸ κοινοῦ [[πράττω]], συμβοηθῶ εἰς τὴν πρᾶξιν, τινί τι Αἰσχύλ. Πρ. 295, Εὐρ. Ι. Τ. 980, [[Ἡρακλ]]. 451, Ξεν., κλπ.· συμ. τινὶ [[τἀγαθά]], βοηθῶ τινα εἰς τὸ ἀγαθόν, Ἀριστ. Ρητορ. 2. 4, 25, πρβλ. Ἠθικ. Νικ. 9. 5, 2 ― μετ’ αἰτ. πράγματος μόνον, σ. τὰ ἄλλα Σοφ. Αἴ. 1396· ζ. τὰ τῶν Ἀθηναίων Θουκ. 4. 74· σ. εἰρήνην, συνεργῶ εἰς διαπραγμάτευσιν, [[συνδιεξάγω]], Ξεν. Ἀγησ. 7, 7· [[μετὰ]] δοτ. προσ. μόνον, ἐνεργῶ μετά τινος, συνεργῶ, συντελῶ, τινι Θουκ. 3. 101, Λυσί. 128. 5, Ἰσοκρ. κλπ.· τινὶ [[περί]] τινος Ξεν. Ἀν. 5. 4, 9· ὑπέρ τινος Πολύβ. 28. 7, 2· σ. [[ὥστε]] γενέσθαι τι Ξεν. Κύρ. 3. 2, 28, κτλ.· σ. τινὶ [[ὅπως]] ἕξει Ἰσοκρ. 67Β. 2) ἀπολ., [[παρέχω]] βοήθειαν, βοηθῶ, ἀντίθετον τῷ [[ἀντιπράσσω]], Σοφ. Τρ. 1177, Ξεν., κλπ.· οἱ ξυμπράσσοντες, οἱ σύμμαχοι, Θουκ. 4. 67., 8. 14, Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 10. ΙΙ. ἀμεταβ., σὺν κακῶς πράσσοντι [[συμπράσσω]] κακῶς, [[μετέχω]] τῆς δυστυχίας [[αὐτοῦ]], Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 27. ΙΙΙ. Μέσ., βοηθῶ εἰς ἐκδίκησιν, συνεπρήξαντο Μενέλεῳ τὰς Ἑλένης ἁρπαγὰς Ἡρόδ. 5. 94· πρβλ. [[συνεκπράσσομαι]].
|lstext='''συμπράσσω''': Ἀττικ. -ττω· Ἰωνικ. -πρήσσω. Ἀπὸ κοινοῦ [[πράττω]], συμβοηθῶ εἰς τὴν πρᾶξιν, τινί τι Αἰσχύλ. Πρ. 295, Εὐρ. Ι. Τ. 980, Ἡρακλ. 451, Ξεν., κλπ.· συμ. τινὶ [[τἀγαθά]], βοηθῶ τινα εἰς τὸ ἀγαθόν, Ἀριστ. Ρητορ. 2. 4, 25, πρβλ. Ἠθικ. Νικ. 9. 5, 2 ― μετ’ αἰτ. πράγματος μόνον, σ. τὰ ἄλλα Σοφ. Αἴ. 1396· ζ. τὰ τῶν Ἀθηναίων Θουκ. 4. 74· σ. εἰρήνην, συνεργῶ εἰς διαπραγμάτευσιν, [[συνδιεξάγω]], Ξεν. Ἀγησ. 7, 7· μετὰ δοτ. προσ. μόνον, ἐνεργῶ μετά τινος, συνεργῶ, συντελῶ, τινι Θουκ. 3. 101, Λυσί. 128. 5, Ἰσοκρ. κλπ.· τινὶ [[περί]] τινος Ξεν. Ἀν. 5. 4, 9· ὑπέρ τινος Πολύβ. 28. 7, 2· σ. [[ὥστε]] γενέσθαι τι Ξεν. Κύρ. 3. 2, 28, κτλ.· σ. τινὶ [[ὅπως]] ἕξει Ἰσοκρ. 67Β. 2) ἀπολ., [[παρέχω]] βοήθειαν, βοηθῶ, ἀντίθετον τῷ [[ἀντιπράσσω]], Σοφ. Τρ. 1177, Ξεν., κλπ.· οἱ ξυμπράσσοντες, οἱ σύμμαχοι, Θουκ. 4. 67., 8. 14, Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 10. ΙΙ. ἀμεταβ., σὺν κακῶς πράσσοντι [[συμπράσσω]] κακῶς, [[μετέχω]] τῆς δυστυχίας [[αὐτοῦ]], Εὐρ. Ἡρακλ. 27. ΙΙΙ. Μέσ., βοηθῶ εἰς ἐκδίκησιν, συνεπρήξαντο Μενέλεῳ τὰς Ἑλένης ἁρπαγὰς Ἡρόδ. 5. 94· πρβλ. [[συνεκπράσσομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=[[συμπράττω]], ΝΜΑ, και [[συμπράσσω]] και ιων. τ. [[συμπρήσσω]] Α [[πράττω]]<br />[[πράττω]], [[κάνω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλους, [[συνεργάζομαι]] με άλλους για να γίνει [[κάτι]] (α. «δεν δέχθηκε να συμπράξει» β. «[[φέρε]] γὰρ σήμαιν' ὅ, τι χρή σοι συμπράσσειν», <b>Αισχύλ.</b><br />γ. «οἳ ἐδόκουν [[μάλιστα]] ξυμπρᾱξαι τὰ πρὸς τοὺς Ἀθηναίους», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρέχω]] [[συνδρομή]], [[συντρέχω]] («ἀλλ' αὐτὸν εἰκαθόντα συμπράσσειν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[βοηθώ]] κάποιον να βρει το δίκιο του, για [[επανόρθωση]] αδικίας («συνεπρήξαντο Μενέλεω τὰς Ἑλένης ἁρπαγάς», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> (το αρσ. πληθ. μτχ. ενεστ. ως ουδ.) <i>οἱ συμπράσσοντες</i><br />οι σύμμαχοι.
}}
{{lsm
|lsmtext='''συμπράσσω:''' Αττ. -ττω, Ιων. -[[πρήσσω]], μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[συμμετέχω]] σε [[κάτι]] ή [[βοηθώ]], [[συνεργώ]] να γίνει [[κάτι]], <i>τί τινι</i>, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.· [[συμπράσσω]] τινὶ [[τἀγαθά]], [[βοηθώ]] κάποιον να προμηθευτεί ό,τι είναι καλό, σε Αριστ.· με αιτ. πράγμ. μόνο, σε Σοφ.· [[συμπράττω]] εἰρήνην, [[βοηθώ]] στις διαπραγματεύσεις για ειρηνευτική [[συμφωνία]], σε Ξεν.· με δοτ. προσ. μόνον, [[ενεργώ]] από κοινού, [[συνεργάζομαι]] με, <i>τινί</i>, σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[παρέχω]] [[βοήθεια]], [[συνεργάζομαι]], σε Σοφ., Ξεν. κ.λπ.· <i>οἱ ξυμπράσσοντες</i>, σύμμαχοι, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., σὺν [[κακῶς]] πράσσοντι συμπράσσειν [[κακῶς]], μοιράζομαι τη [[δυστυχία]] κάποιου, σε Ευρ.<br /><b class="num">III.</b> Μέσ., [[βοηθώ]] στην [[εκδίκηση]], συνεπρήξαντο Μενέλεῳ τὰς Ἑλένης ἁρπαγάς, σε Ηρόδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[συμπράσσω]] Attic [[συμπράττω]] Ionic [[συμπρήσσω]] fut. ξω<br /><b class="num">I.</b> to [[join]] or [[help]] in doing, τί τινι Aesch., Eur., etc.; ς. τινὶ [[τἀγαθά]] to [[assist]] one in procuring [[what]] is [[good]], Arist.: —c. acc. rei only, Soph.; ς. εἰρήνην to [[help]] in negotiating [[peace]], Xen.; c. dat. pers. only, to act with, cooperate with, τινί Thuc., etc.<br /><b class="num">2.</b> absol. to [[lend]] aid, cooperate, Soph., Xen., etc.; οἱ ξυμπράσσοντες the confederates, Thuc.<br /><b class="num">II.</b> intr., σὺν [[κακῶς]] πράσσοντι συμπράσσειν [[κακῶς]] to [[share]] in [[another]]'s woe, Eur.<br /><b class="num">III.</b> Mid. to [[assist]] in [[avenging]], συνεπρήξαντο Μενέλεῳ τῆς Ἑλένης ἁρπαγάς Hdt.
}}
}}