συμπράσσω
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
English (LSJ)
Att. συμπράττω, Ion. συμπρήσσω:—
A join or help in doing, τινί τι A.Pr.297 (anap.); σωτηρίαν E.IT980; σ. τινὶ τἀγαθά assist one in procuring what is good, Arist.Rh.1381b23, cf. EN1167a1, IG12.106.18: c. acc. rei, σ. τὰ ἄλλα S.Aj.1396; ξ. τὰ πρὸς τοὺς Ἀθηναίους Th.4.74; εἰρήνην = help in negotiating, X.Ages.7.7: c. dat. pers. only, act with, cooperate with, Th.3.101, Isoc.18.7, etc.; τινὶ περί τινος X.An.5.4.9; ὑπέρ τινος Plb.28.7.2; σ. ὥστε γενέσθαι τι X.Cyr.3.2.28, etc.; σ. τινὶ ὅπως ἕξει Isoc.4.126.
2 abs., lend aid, cooperate, δεῖ σ' . . αὐτὸν εἰκαθόντα σ. S.Tr.1177, cf. Lys.12.85, etc.; οἱ ξυμπράσσοντες the confederates, Th.4.67, 8.14, X.HG3.3.10.
II intr., σὺν κακῶς πράσσουσι σ. κακῶς share in others' woe, E.Heracl. 27.
III Med., assist in avenging, συνεπρήξαντο Μενέλεῳ τὰς Ἑλένης ἁρπαγάς Hdt.5.94.
German (Pape)
[Seite 989] att. -ττω, ion. συμπρήσσω (s. πράσσω), Etwas mit einem Andern zugleich od. zusammen thun, Einem beistehen, ihn unterstützen; τὰ δ' ἄλλα καὶ σύμπρασσε, Soph. Ai. 1371; Tr. 1167; σήμαιν' ὅτι χρή σοι συμπράττειν, Aesch. Prom. 295; ἥνπερ ἡμῖν ὥρισεν σωτηρίαν, σύμπραξον, Eur. I. T. 980; auch wie πράττω, in einer Lage sich befinden, σὺν κακῶς πράσσουσιν συμπράσσω κακῶς, Heracl. 27; u. in Prosa: Thuc. 3, 56. 8, 5 u. öfter; Plat. Ep. VII, 337 d; τινί, ὅπως ἕξει τι, Isocr. 4, 126, Xen. Cyr. 3, 2, 28; Pol. u. a. Sp. – Med. zum Eintreiben einer Schuld, Vollziehen einer Rache behülflich sein, συνεπρήξαντο Μενέλεῳ τὰς Ἑλένης ἁρπαγάς, Her. 5, 94, sie halfen dem Menelaus den Raub der Helena rächen.
French (Bailly abrégé)
faire qch avec qqn ; assister, aider, secourir : τινι qqn ; τι en qch ; τινι ὥστε avec un inf. XÉN qqn pour que ; οἱ συμπράσσοντες THC les confédérés;
Moy. συμπράσσομαι aider à réclamer ou à venger : Μενέλεῳ τὰς Ἑλένης ἁρπαγάς HDT aider Ménélas à venger l'enlèvement d'Hélène.
Étymologie: σύν, πράσσω.
Russian (Dvoretsky)
συμπράσσω: атт. συμπράττω, ион. συμπρήσσω
1 содействовать, помогать: σ. τινί τι Aesch., Eur., Arst., τινὶ περί τινος Xen. и τινὶ ὑπέρ τινος Polyb. помогать кому-л. в чем-л.; σ. εἰρήνην Xen. содействовать заключению мира; μὴ ἑτέρων συμπραττόντων Lys. без посторонней помощи;
2 действовать вместе, сотрудничать (τινί Xen.): οἱ συμπράσσοντες Thuc., Xen. члены союза, союзники; σ. (v.l. συμπάσχειν) κακῶς σύν τινι Eur. разделять чьи-л. страдания;
3 med. совместно мстить, помогать отмщению (ὅσοι συνεπρήξαντο Μενέλεῳ τὰς Ἑλένης ἁρπαγάς Her.).
Greek (Liddell-Scott)
συμπράσσω: Ἀττικ. -ττω· Ἰωνικ. -πρήσσω. Ἀπὸ κοινοῦ πράττω, συμβοηθῶ εἰς τὴν πρᾶξιν, τινί τι Αἰσχύλ. Πρ. 295, Εὐρ. Ι. Τ. 980, Ἡρακλ. 451, Ξεν., κλπ.· συμ. τινὶ τἀγαθά, βοηθῶ τινα εἰς τὸ ἀγαθόν, Ἀριστ. Ρητορ. 2. 4, 25, πρβλ. Ἠθικ. Νικ. 9. 5, 2 ― μετ’ αἰτ. πράγματος μόνον, σ. τὰ ἄλλα Σοφ. Αἴ. 1396· ζ. τὰ τῶν Ἀθηναίων Θουκ. 4. 74· σ. εἰρήνην, συνεργῶ εἰς διαπραγμάτευσιν, συνδιεξάγω, Ξεν. Ἀγησ. 7, 7· μετὰ δοτ. προσ. μόνον, ἐνεργῶ μετά τινος, συνεργῶ, συντελῶ, τινι Θουκ. 3. 101, Λυσί. 128. 5, Ἰσοκρ. κλπ.· τινὶ περί τινος Ξεν. Ἀν. 5. 4, 9· ὑπέρ τινος Πολύβ. 28. 7, 2· σ. ὥστε γενέσθαι τι Ξεν. Κύρ. 3. 2, 28, κτλ.· σ. τινὶ ὅπως ἕξει Ἰσοκρ. 67Β. 2) ἀπολ., παρέχω βοήθειαν, βοηθῶ, ἀντίθετον τῷ ἀντιπράσσω, Σοφ. Τρ. 1177, Ξεν., κλπ.· οἱ ξυμπράσσοντες, οἱ σύμμαχοι, Θουκ. 4. 67., 8. 14, Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 10. ΙΙ. ἀμεταβ., σὺν κακῶς πράσσοντι συμπράσσω κακῶς, μετέχω τῆς δυστυχίας αὐτοῦ, Εὐρ. Ἡρακλ. 27. ΙΙΙ. Μέσ., βοηθῶ εἰς ἐκδίκησιν, συνεπρήξαντο Μενέλεῳ τὰς Ἑλένης ἁρπαγὰς Ἡρόδ. 5. 94· πρβλ. συνεκπράσσομαι.
Greek Monolingual
συμπράττω, ΝΜΑ, και συμπράσσω και ιων. τ. συμπρήσσω Α πράττω
πράττω, κάνω κάτι μαζί με άλλους, συνεργάζομαι με άλλους για να γίνει κάτι (α. «δεν δέχθηκε να συμπράξει» β. «φέρε γὰρ σήμαιν' ὅ, τι χρή σοι συμπράσσειν», Αισχύλ.
γ. «οἳ ἐδόκουν μάλιστα ξυμπρᾱξαι τὰ πρὸς τοὺς Ἀθηναίους», Θουκ.)
αρχ.
1. παρέχω συνδρομή, συντρέχω («ἀλλ' αὐτὸν εἰκαθόντα συμπράσσειν», Σοφ.)
2. βοηθώ κάποιον να βρει το δίκιο του, για επανόρθωση αδικίας («συνεπρήξαντο Μενέλεω τὰς Ἑλένης ἁρπαγάς», Ηρόδ.)
3. (το αρσ. πληθ. μτχ. ενεστ. ως ουδ.) οἱ συμπράσσοντες
οι σύμμαχοι.
Greek Monotonic
συμπράσσω: Αττ. -ττω, Ιων. -πρήσσω, μέλ. -ξω,
I. 1. συμμετέχω σε κάτι ή βοηθώ, συνεργώ να γίνει κάτι, τί τινι, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.· συμπράσσω τινὶ τἀγαθά, βοηθώ κάποιον να προμηθευτεί ό,τι είναι καλό, σε Αριστ.· με αιτ. πράγμ. μόνο, σε Σοφ.· συμπράττω εἰρήνην, βοηθώ στις διαπραγματεύσεις για ειρηνευτική συμφωνία, σε Ξεν.· με δοτ. προσ. μόνον, ενεργώ από κοινού, συνεργάζομαι με, τινί, σε Θουκ. κ.λπ.
2. απόλ., παρέχω βοήθεια, συνεργάζομαι, σε Σοφ., Ξεν. κ.λπ.· οἱ ξυμπράσσοντες, σύμμαχοι, σε Θουκ.
II. αμτβ., σὺν κακῶς πράσσοντι συμπράσσειν κακῶς, μοιράζομαι τη δυστυχία κάποιου, σε Ευρ.
III. Μέσ., βοηθώ στην εκδίκηση, συνεπρήξαντο Μενέλεῳ τὰς Ἑλένης ἁρπαγάς, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
συμπράσσω Attic συμπράττω Ionic συμπρήσσω fut. ξω
I. to join or help in doing, τί τινι Aesch., Eur., etc.; ς. τινὶ τἀγαθά to assist one in procuring what is good, Arist.: —c. acc. rei only, Soph.; ς. εἰρήνην to help in negotiating peace, Xen.; c. dat. pers. only, to act with, cooperate with, τινί Thuc., etc.
2. absol. to lend aid, cooperate, Soph., Xen., etc.; οἱ ξυμπράσσοντες the confederates, Thuc.
II. intr., σὺν κακῶς πράσσοντι συμπράσσειν κακῶς to share in another's woe, Eur.
III. Mid. to assist in avenging, συνεπρήξαντο Μενέλεῳ τῆς Ἑλένης ἁρπαγάς Hdt.