3,258,334
edits
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
mNo edit summary |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=filosofikos | |Transliteration C=filosofikos | ||
|Beta Code=filosofiko/s | |Beta Code=filosofiko/s | ||
|Definition= | |Definition=φιλοσοφική, φιλοσοφικόν, [[philosophical]], [[concern]]ed with [[φιλοσοφία]], λόγοι Artem.5.83. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[φιλοσοφικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[φιλόσοφος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[φιλοσοφία]] (α. «φιλοσοφική [[θεωρία]]» β. «[[φιλοσοφικός]] [[στοχασμός]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προσιδιάζει σε φιλόσοφο («φιλοσοφική [[απάθεια]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «φιλοσοφική [[ανθρωπολογία]]» — η [[συστηματική]] [[μελέτη]] του ανθρώπου ως φυσικού και ηθικού όντος<br />β) «φιλοσοφικό [[σύστημα]]» — <b>βλ.</b> [[σύστημα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[φιλοσοφικώς]] / [[φιλοσοφικῶς]], ΝΜΑ, και <i>φιλοσοφικά</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο φιλοσοφικό. | |mltxt=-ή, -ό / [[φιλοσοφικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[φιλόσοφος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[φιλοσοφία]] (α. «φιλοσοφική [[θεωρία]]» β. «[[φιλοσοφικός]] [[στοχασμός]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προσιδιάζει σε φιλόσοφο («φιλοσοφική [[απάθεια]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «φιλοσοφική [[ανθρωπολογία]]» — η [[συστηματική]] [[μελέτη]] του ανθρώπου ως φυσικού και ηθικού όντος<br />β) «φιλοσοφικό [[σύστημα]]» — <b>βλ.</b> [[σύστημα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[φιλοσοφικώς]] / [[φιλοσοφικῶς]], ΝΜΑ, και <i>[[φιλοσοφικά]]</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο φιλοσοφικό. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[philosophical]]=== | |||
Arabic: فَلْسَفِيّ; Asturian: filosóficu; Belarusian: філасофскі; Catalan: filosòfic; Czech: filozofický; Danish: filosofisk; Dutch: [[wijsgerig]], [[filosofisch]]; Esperanto: filozofia; Finnish: filosofinen; Galician: filosófico; German: [[philosophisch]]; Greek: [[φιλοσοφικός]]; Ancient Greek: [[ἐμφιλόσοφος]], [[φιλόσοφος]], [[φιλοσοφικός]]; Hungarian: filozófiai; Interlingua: philosophic; Italian: [[filosofico]]; Kazakh: философиялық, пәлсапалық; Latvian: filozofisks; Macedonian: философски, филозофски; Norwegian Bokmål: filosofisk; Nynorsk: filosofisk; Occitan: filosofic; Old English: ūþwitlīċ; Polish: filozoficzny; Portuguese: [[filosófico]]; Romanian: filozofic; Russian: [[философский]]; Spanish: [[filosófico]]; Swedish: filosofisk; Tagalog: batnayanin, batnayin; Ukrainian: філософський, філософі́чний; Volapük: filosopik | |||
}} | }} |