φιλοσοφικός
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
φιλοσοφική, φιλοσοφικόν, philosophical, concerned with φιλοσοφία, λόγοι Artem.5.83.
Greek Monolingual
-ή, -ό / φιλοσοφικός, -ή, -όν, ΝΜΑ φιλόσοφος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φιλοσοφία (α. «φιλοσοφική θεωρία» β. «φιλοσοφικός στοχασμός»)
νεοελλ.
1. αυτός που προσιδιάζει σε φιλόσοφο («φιλοσοφική απάθεια»)
2. φρ. α) «φιλοσοφική ανθρωπολογία» — η συστηματική μελέτη του ανθρώπου ως φυσικού και ηθικού όντος
β) «φιλοσοφικό σύστημα» — βλ. σύστημα.
επίρρ...
φιλοσοφικώς / φιλοσοφικῶς, ΝΜΑ, και φιλοσοφικά Ν
κατά τρόπο φιλοσοφικό.
Translations
philosophical
Arabic: فَلْسَفِيّ; Asturian: filosóficu; Belarusian: філасофскі; Catalan: filosòfic; Czech: filozofický; Danish: filosofisk; Dutch: wijsgerig, filosofisch; Esperanto: filozofia; Finnish: filosofinen; Galician: filosófico; German: philosophisch; Greek: φιλοσοφικός; Ancient Greek: ἐμφιλόσοφος, φιλόσοφος, φιλοσοφικός; Hungarian: filozófiai; Interlingua: philosophic; Italian: filosofico; Kazakh: философиялық, пәлсапалық; Latvian: filozofisks; Macedonian: философски, филозофски; Norwegian Bokmål: filosofisk; Nynorsk: filosofisk; Occitan: filosofic; Old English: ūþwitlīċ; Polish: filozoficzny; Portuguese: filosófico; Romanian: filozofic; Russian: философский; Spanish: filosófico; Swedish: filosofisk; Tagalog: batnayanin, batnayin; Ukrainian: філософський, філософі́чний; Volapük: filosopik