ὀλίσθησις: Difference between revisions

m
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=olisthisis
|Transliteration C=olisthisis
|Beta Code=o)li/sqhsis
|Beta Code=o)li/sqhsis
|Definition=εως, ἡ, [[slipping and falling]], ib.611a,731f: hence, [[dislocation]], τρόπος ὀλισθήσιος <span class="bibl">Hp.<span class="title">Fract.</span>42</span>, <span class="bibl"><span class="title">Art.</span>74</span>.
|Definition=-εως, ἡ, [[slipping and falling]], ib.611a,731f: hence, [[dislocation]], τρόπος ὀλισθήσιος Hp.''Fract.''42, ''Art.''74.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0323.png Seite 323]] ἡ, das Ausgleiten u. Fallen, Fehltreten, Plut. cons. ad ux. 9.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0323.png Seite 323]] ἡ, das [[Ausgleiten und Fallen]], [[Fehltreten]], Plut. cons. ad ux. 9.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />[[action de glisser]], [[chute]].<br />'''Étymologie:''' [[ὀλισθάνω]].
|btext=εως (ἡ) :<br />[[action de glisser]], [[chute]].<br />'''Étymologie:''' [[ὀλισθάνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀλίσθησις:''' εως ἡ досл. [[скольжение]], перен. [[заблуждение]] (αἱ ὀλισθήσεις καὶ παραβάσεις Plut.).
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[ὀλίσθησις]], -εως, ιων. γεν. -ιος) [[ολισθάνω]]<br />αυτόματη [[κίνηση]] [[πάνω]] σε κατωφερή ή [[λεία]] [[επιφάνεια]], [[γλίστρημα]] και [[πέσιμο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(μηχαν.)</b> [[μετάθεση]] δύο επιφανειών που βρίσκονται σε [[επαφή]] με τέτοιο τρόπο ώστε ένα [[σημείο]] [[επαφής]] της μιας να βρίσκεται σε σχετική [[κίνηση]] ως [[προς]] τα [[σημεία]] της άλλης<br /><b>2.</b> <b>γεωλ.</b> α) [[τεκτονική]] διεργασία [[κατά]] την οποία το [[μήκος]] τών λιθολογικών ή τεκτονικών ασυνεχειών στις τεκτονικές ενότητες μεταβάλλεται λόγω της βαρύτητας<br />β) πραγματική σχετική [[μετατόπιση]] δύο σημείων [[εκατέρωθεν]] μιας ρηξιγενούς επιφάνειας, τα οποία [[πριν]] από τη [[διάρρηξη]] συνέπιπταν<br />β) [[μετατόπιση]] μιας ακολουθίας στρωμάτων, [[πάνω]] σε [[πλαγιά]] ή [[ρήγμα]], [[χωρίς]] να συμβεί [[αποχωρισμός]], όπως στην [[κατολίσθηση]]<br /><b>3.</b> <b>φυσ.-χημ.</b> [[μετατόπιση]] ενός τμήματος κρυστάλλου [[κατά]] [[μήκος]] ενός επιπέδου του ως [[προς]] τον [[υπόλοιπο]] [[κρύσταλλο]], [[μετατόπιση]] που γίνεται υπό την [[επίδραση]] διατμητικών δυνάμεων<br /><b>4.</b> <b>(φωνητ.)</b> [[πέρασμα]] από μία φωνητική [[ποιότητα]] σε μία [[άλλη]] η οποία βρίσκεται [[κοντά]] στην πρώτη<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[ολίσθηση]] συχνότητας»<br /><b>(ηλεκτρ.)</b> [[μεταβολή]] της συχνότητας εκπομπής ή λήψης η οποία οφείλεται σε [[μεταβολή]] της εμπέδωσης φόρτου της ηλεκτρονικής διάταξης<br /><b>αρχ.</b><br />[[εξάρθρωση]] οστού.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀλίσθησις''': ἡ, τὸ ὀλισθαίνειν καὶ πίπτειν, «γλίστρημα», Πλούτ. 2. 611Α, 731Ε· [[ἐντεῦθεν]], ἐξάρθρωσις ὀστοῦ, Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 777 ὀλισθήσεως [[τρόπος]] περὶ Ἄρθρ. 836.
|lstext='''ὀλίσθησις''': ἡ, τὸ ὀλισθαίνειν καὶ πίπτειν, «γλίστρημα», Πλούτ. 2. 611Α, 731Ε· [[ἐντεῦθεν]], ἐξάρθρωσις ὀστοῦ, Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 777 ὀλισθήσεως [[τρόπος]] περὶ Ἄρθρ. 836.
}}
}}
{{elru
{{trml
|elrutext='''ὀλίσθησις:''' εως ἡ досл. скольжение, перен. заблуждение (αἱ ὀλισθήσεις καὶ παραβάσεις Plut.).
|trtx====[[dislocation]]===
Bulgarian: изкълчване, навяхване; Chinese Mandarin: 脫位/脱位, 脫臼/脱臼; Czech: vykloubení; Finnish: sijoiltaanmeno; French: [[luxation]]; Galician: luxación; German: [[Verrenkung]], [[Luxation]]; Greek: [[εξάρθρωση]]; Ancient Greek: [[ἀνάπλευσις]], [[ἀποπάλησις]], [[διακίνημα]], [[διάστρεμμα]], [[διαστροφή]], [[διαφορά]], [[διαφορή]], [[ἔγκλισις]], [[ἐκβολή]], [[ἔκκλισις]], [[ἐκπαλεία]], [[ἐκπάλησις]], [[ἐκπόρπισις]], [[ἔκπτωμα]], [[ἔκπτωσις]], [[ἐκστροφή]], [[ἔξαλσις]], [[ἐξάρθρημα]], [[ἐξάρθρησις]], [[ἔξαρθρον]], [[ἐξάρθρωμα]], [[ἐξάρθρωσις]], [[ἐξηρθρηκός]], [[ἔξωσις]], [[ἐπιστροφίς]], [[μετακίνησις]], [[μετάστασις]], [[ὀλίσθημα]], [[ὀλίσθησις]], [[παράρθρημα]], [[παράρθρησις]], [[παρεναλλαγή]], [[προπήδησις]], [[στρέμμα]], [[τὸ ἐξηρθρηκός]], [[χάλασμα]]; Hungarian: ficam, kificamodás, kificamítás; Japanese: 脱臼, 断層; Latin: [[luxus]]; Macedonian: исколчување; Portuguese: [[deslocamento]], [[deslocação]], [[luxação]]; Russian: [[вывих]]; Spanish: [[luxación]], [[dislocación]]; Swedish: urledvridning, dislokation, luxation; Tagalog: pagkapiang
}}
}}